"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ

Η  ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ  ΕΝΩΣΗ  ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ  ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ  ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ (Π.Ε.Κ.Α.Μ.) ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ ( Π.Ε.Α.Ε.Α.  Δ.Σ.Ε. ),  ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΕΙ  ΤΗΝ  ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΗ  ΕΤΗΣΙΑ  ΕΠΙΣΚΕΨΗ  ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ  ΤΗΝ  ΚΥΡΙΑΚΗ  26  ΜΑΪΟΥ  2013.   ΠΡΟΣΚΑΛΟΥΝΤΑΙ  ΝΑ  ΠΑΡΟΥΝ  ΜΕΡΟΣ  ΤΑ  ΜΕΛΗ  ΜΑΣ,  ΟΙ  ΦΙΛΟΙ  ΜΑΣ  ΚΑΙ  ΟΣΟΙ  ΑΛΛΟΙ  ΕΠΙΘΥΜΟΥΝ.    ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ  ΜΕ  ΠΛΟΙΟ  ΑΠΟ  ΤΟ  ΛΑΥΡΙΟ  ΣΤΙΣ  9  ΤΟ  ΠΡΩΙ  (ΝΕΟ ΛΙΜΑΝΙ)  ΚΑΙ  ΕΠΙΣΤΠΟΦΗ  ΣΤΙΣ 2 ΤΟ  ΜΕΣΗΜΕΡΙ.      ΜΕΤΑΒΑΣΗ  ΣΤΟ  ΛΑΥΡΙΟ  ΜΕ ΠΟΥΛΜΑΝ  ΤΗΣ  Π.Ε.Κ.Α.Μ.  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΠΛΑΤΕΙΑ  ΚΑΝΙΓΓΟΣ  ΣΤΙΣ  7  ΚΑΙ 10  Ή  ΜΕ  Ι.Χ.   ΟΣΟΙ  ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ  ΤΟ  ΠΟΥΛΜΑΝ  ΝΑ ΤΗΛΕΦΩΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΩΡΑ ΣΤΟ 210 3247820  ΓΤΑ  ΚΡΑΤΗΣΗ  ΘΕΣΗΣ.  (ΚΟΣΤΟΣ 5 Ε. ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΥΛΜΑΝ  ΚΑΙ 8 Ε. ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΟΙΟ).  ΣΤΟ  ΝΗΣΙ  ΘΑ  ΓΙΝΕΙ ΚΑΙ ΚΑΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ  ΑΠΟ  ΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ  " ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ "


Η φωτογραφία προέρχεται από το blog http://e-oikodomos.blogspot.gr/
Στο οποίο ζητάμε συγγνώμη για την κακή χρήση 

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Η τελευταία επιθετική ενέργεια του ΔΣΕ Σάμου

Για να καλύψει τις ανάγκες των ανδρών του σε υπόδηση και τρόφιμα το Αρχηγείο αποφάσισε να χτυπήσει, για μια ακόμη φορά την αστείρευτη πηγή εφοδίων, το Καρλόβασι. Η μεγάλη σχετικά με τα όρια της Σάμου, έκταση στην οποία απλώνεται η πόλη, χτισμένη ανάμεσα στα δύο μεγάλα βουνά του νησιού καθιστούσαν την πόλη ευάλωτη, εφόσων για την αποτελεσματική της φρούρηση χρειάζονταν δύο τάγματα στρατού. Επειδή οι διοικούντες χρειάζονταν τον στρατό σε επιθετικές αποστολές, ανέλαβε μια φρουρά να κρατάει το Νέο Καρλόβασι, που αποτελούσε διοικητικό κέντρο και έδρα της υποδιοίκησης Χωροφυλακής και το ευρύτερο, το μεγάλο Καρλόβασι, έμενε σχεδόν αφρούρητο.

Όπως και στις προηγούμενες επιθέσεις τους, οι αντάρτες κατέλαβαν με ευκολία το στόχο τους, τον Όρμο Καρλοβάσου, όπου βρίσκονται τα βυρσοδεψεία και μερικές αποθήκες. Τα δύο συγκροτήματα Βακάκη-Μάστορα και Σοφούλη-Ασημίνα, απομόνωσαν τη στρατιωτική δύναμη του Ν. Καρλοβάσου και ενώ μικρότερες ομάδες παρενοχλούσαν τα φυλάκια του Όρμου, τα συνεργεία επίταξης άνοιξαν τα ταμπάκικα και τις αποθήκες, φόρτωσαν σε αυτοκίνητα τα εφόδια και τα ανέβασαν στα Κοντακέικα. Από εκεί άλλα μεταγωγικά και συνεργεία τα μετέφεραν στον Καρβούνη.

Η επιχέιρηση άρχισε στις 11 τη νύχτα της 17ης προς 18ης του Φλεβάρη 1949 και τελείωσε με την αυγή, όταν οι οπισθοφυλακές των ανταρτών απαγκιστρώθηκαν από τον Άγιο Δημήτριο. Ο αντικειμενικός στόχος είχε πραγματοποιηθεί. Το Αρχηγείο εξασφάλισε τα απαράιτητα σολοδέρματα και τις βακέτες για την υπόδηση των ανταρτών.

Η μεγάλη επίθεση στο Νέο Καρλόβασι από τον ΔΣΕ Σάμου

Τη νύχτα της 7ης Μαρτίου του 1948, ο ΔΣΕ Σάμου χτύπησε το Νέο Καρλόβασι.

Μετά τις δύο επιτυχημένες επιθέσεις του στον Όρμο-Ρίβα και στο Μεσαίο, το Αρχηγείο του ΔΣΕ Σάμου αποφάσισε να προσβάλει τις βάσεις των κυβερνητικών δυνάμεων μέσα στο Νέο Καρλόβασι: Να χτυπήσει δηλαδή το μέγαρο όπου στεγάζονταν οι δημόσιες υπηρεσίες και η έδρα της υποδιοίκησης Χωροφυλακής, όπως και το Αλωνάκι που ήταν έδρα τάγματος και βάση λόχου Χωροφυλακής.

Από την ως τώρα πείρα, το Αρχηγείο δεν περίμενε θεαματικές εκπορθήσεις οχυρωμένων κτιρίων. Στου Βουρλιώτες και στο Μαραθόκαμπο , ενώ ο ΔΣΕ κυριάρχισε, δεν κατέλαβε τα οχυρωμένα κτίρια. Πηγαίνοντας να χτυπήσουν το Καρλόβασι οι αντάρτες, δεν είχαν πλουτίσει τον οπλισμό τους με τα μέσα, που θα εξουδετέρωναν τα οχυρά των βάσεων. Σκοπός των ανταρτών στο Νέο Καρλόβασι ήταν
να δείξουν στις κυβερνητικές δυνάμεις ότι μπορούν να βρίσκονται οποιαδήποτε στιγμή το επιθυμούν έξω από τα περιχαρακωμένα στρατόπεδά τους και τα οχυρωμένα τους κτίρια. Η ηθική, η ψυχική και η σωματική καταπόνιση των κυβερνητικών, αποτελούσαν το στόχο της μεγάλης αυτής αντάρτικης επιχείρησης. Όσο για τα εξωτερικά φυλάκια της Καρλοβασίτικης άμυνας, το Αρχηγείο θεωρούσε εξασφαλισμένη την εξουδετέρωσή τους και τη λαφυραγώγησή τους για την ενίσχυση του οπλοστασίου του Δ.Σ.

Στη μάχη πήραν μέρος όλες οι δυνάμεις του Κέρκη και του Καρβούνη. Το συγκρότημα του Κέρκη, αφού έστησε ενέδρα στην περιοχή των Ανεμόμυλων για να χτυπήσει σε πιθανή τους κίνηση τις Μαραθοκαμπίτκες δυνάμεις, έφτασε την καθορισμένη ώρα στο Ν. Καρλόβασι, απέναντι από το στόχο από τα δυτικά, δηλαδή απέναντι από το Αλωνάκι και την Ηλεκτρική- την οποία είχε εντολή να αχριστεύσει για να δημιουργηθεί σύγχυση και αναστάτωση στον αντίπαλο-κι ύστερα προχώρησε προς το Αλωνάκι. Προς το Αλωνάκι θα κατευθύνονταν από τα Β.Α. το συγκρότημα του Σοφούλη που θα έμπαινε στην πόλη από τα Κοντακέικα, αφού ξεκαθάριζε πρώτα τα φυλάκια του Κομνηνού, του Πιπινιά και του Αγίου Νικολάου.

Το συγκρότημα Βακάκη μπήκε στο Ν. Καρλόβασι από του Κωστή τη Βρύση και από το Γζούρι και ανάτρεψε το φυλάκιο στον Αη Τρύφωνα. Η διμοιρία των Δ Ρίγλη και Χ. Αποστόλου έφτασε γρήγορα στο Μέγαρο κι άρχισε τη μάχη με τους χωροφύλακες του σταθμού και της υποδιοίκησης. Αυτοί όμως, ανεβασμένοι στον πάνω όροφο του Μεγάρου χτυπούσαν με καθηλωτικά πυρά και το δημόσιο δρόμο του Σηροτροφείου και το δημόσιο δρόμο του κοινοτικού φαρμακείου. Μια αντάρτικη ομάδα με τον καπετάνιο Χριστόφορο αγκιστρώθηκε στη Βρύση, στην άκρη του προαύλιου του Μεγάρου, αλλά στρώθηκε δεν μπορου΄σε να προχωρήσει προς το κτίριο.

Το συγκρότημα Σοφούλη μπαίνοντας στον όρμο κύκλωσε πρώτα το φυλάκιο του Κομνηνού. Ο υπολοχαγός Μπατός με μια διμοιρία στρατού κλείστηκε μέσα στο διόώροφο σπίτι. Τότε, ο διμοιρίτης Κ. Κατσούφρος μαζί με τον Νίκος Λιμπέρη, καλυπτόμενοι από τους άντρες της διμοιρίας, όρμησαν κι έσπασαν την πόρτα του σπιτιού, απώθησαν με χειροβομβίδες τους φαντάρους στον πάνω όροφο, τους εξουδετέρωσαν και τελικά τους αφόπλισαν. Οι αιχμάλωτοι με όλα τα λάφυρα προωθήθηκαν αμέσως προς τα Κοντακέικα κι έφτασαν στα λημέρια των ανταρτών στους Σαράντιδες.

Η διμοιρία του Μακριδάκη κατέλαβε το φυλάκιο Πιπινιά και το φυλάκιο δίπλα στου Καραγιάννη. Στο σπίτι του Καραγιάννη έφτασε και η διμοιρία του Ρίγλη, η οποία στρίμωξε και τελικά κατέλαβε το φυλάκιο του Σολβατζή, αιχμαλωτίζοντας τους ΜΑΥδες και τους στρατιώτες που αμύνονταν εκεί. Πρωτοστατώντας, οι τρεις καπεταναίοι Ρίγλης, Ζάγκας και Παπαντωνίου, έκαναν έφοδο κι αιχμαλώτισαν ολόκληρο το φυλάκιο. Σύγχρονα με την εκπόρθηση των φυλακίων, οι δυνάμεις του συγκροτήματος Σοφούλη, οδηγούμενες από τον Καρλοβασίτη διμοιρίτη Μανώλη Τζιώτη, έφτασαν στο Αλωνάκι και γατζώθηκαν πάνω στο οίκημα της Φιλαρμονικής μέσα στο οποίο βρίσκονταν ένας λόχος χωροφυλάκων.

Ενώ τα συγκροτήματα του Καρβούνη καθάρισαν τα εξωτερικά φυλάκια και χτυπούσαν από κοντά τους οχυρωμένους χωροφύλακες στο Αλωνάκι και το Μέγαρο, το συγκρότημα Κέρκη έπεσε σε ενέδρα κι έπαθε μεγάλες ζημιές. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπήρχαν και στις οποίες στηρίχθηκε το σχέδιο της επιχέιρησης, δεν υπήρχε κανένα φυλάκιο στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής. Φαίνεται όμως ότι το τάγμα Χωροφυλακής που έδρευε στο Αλωνάκι, πάνω από την Ηλεκτρική πήρα προφυλακτικά μέτρα. Όταν λοιπόν η διμοιρία του Κρητίκαλου έφτασε μπροστά στην Ηλεκτρική κι επιχείρησε να περάσει το ρέμα, δέστηκε φονικά πυρά αυτομάτων που δεν έρχονταν από το Αλωνάκι αλλά από μπροστά τους, από την Ηλεκτρική. Οι Κερκιώτες αντάρτες αιφνιδιάστηκαν και υποχώρησαν. Βαριά τραυματισμένος ο ατρόμητος παρτιζάνος Γεώργιος Βαγιανός ή Κρητίκαλος, τράβηξε το πιστόλι του και αυτοκτόνησε. Πιο πέρα τραυματίστηκε βαριά ο Γιάννης Στασινός από τη Λέκα. Τον κουβάλησαν αναίσθητο στο σταθμό Χωροφυλακής Ν. Καρλοβασίου. Εκεί τον πέταξαν σε μια άκρη του διαδρόμου και τον κλωτσούσαν στο κεφάλι. Αυτή η "περίθαλψη" του τραυματία κράτησε 2 ημέρες, αλλά ο τραυματιας Στασινός δεν έλεγε να ξεψυχήσει. Γλίτωσε τελικά από το μαρτύριο με την επέμβαση του έμπορου Γιάννη Κουρέρη, που συνδέονταν με τον υπομοίραρχο Βασιλειάδη, και τον έπεισε να στείλει τον τραυματία στη φυλακή ή το νοσοκομείο.

Οι άντρες του συγκροτήματος Κέρκη, μετά την αποτυία τους προχώρησαν μέσα στο ρέμα προς τα πάνω κι επιχέιρησαν να ανέβουν προς το Αλωνάκι από τον ακάλυπτο χώρο. Εκεί όμως χτυπήθηκαν από όλμους από το Αλωνάκι. Σκοτώθηκαν οι Νίκος Πέρης και Δημήτρης Τσιμπίδας.

Η απαγκίστρωση των ανταρτών από το Ν Καρλόβασι έγινε κανονικά. Την αυγή συμπτύχθηκαν στις παρυφές του Κέρκη και του Καρβούνη κι ανέβηκαν στις περιοχές τους. Οι αιχμάλωτοι, τα λα΄φυρα κι ολόκληρος ο οπλισμός και τα πυρομαχικά μιας διμοιρίας στρατού μεταφέρθηκαν την ίδια νύχτα στους Σαραντίδες. Οι αιχμάλωτοι την ίδια ημέρα αφέθηκαν ελεύθεροι. Ο υπολοχαγός Μπατός επέμενε να υπογράψει δήλωση ότι θα παραιτηθεί και θα παέι στο σπίτι του. "Υπολοχαγέ εμείς δεν τη θέλουμε τη δήλωση ενός αιχμαλώτου" του είπε ο στρατιωτικός διοικητής του ΔΣΕ Σάμου Μαλαγάρης. "Σου ζητήσαμε να έρθεις κοντά μας στον ΔΣΕ, Δεν το δέχτηκες. Άμε στο καλό."

Εάν ο ΔΣΕ έιχε σωστές ελεγμένες πληροφορίες, και το Αρχηγέιο ήξερε ότι στο κτίριο της Ηλεκτρικής υπήρχε φυλάκιο, θα είχε κερδίσει μια σημαντική μάχη χωρίς να χάσει τρία από τα πιο διαλεκτά του στελέχη. Τις πληροφορίες τις συγκέντρωναν οι σύνδεσμοι Μαν. Ιωάννοι και Βασίλης Μάρκου, που μέρα παρά μέρα βρίσκονταν στο Καρλόβασι. Οι δυο τους είχαν φέρει πολλές σωστές πληροφορίες στο Αρχηγέιο άλλες φορές. Οι τελευταίες όμως πληροφορίες τους, βάσει των οποίων σχεδιάστηκε η επιχείρηση αποδείχτηκαν λανθασμένες.

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

O Eμφύλιος στον Ταύγετο- Η Νίκη Καστάνη αφηγείται



...Νεαρή αντάρτισσα τότε η σημερινή Νίκη μιλάει και είναι σαν να περιγράφει γεγονότα που είχε ζήσει μόλις χτες. Νιώθεις πως γι' αυτήν ο χρόνος έχει σταματήσει για πάντα στις άγριες κορυφές του Ταϋγέτου, στα σκοτεινά χρόνια του εμφυλίου που τη σημάδεψαν ανεξίτηλα. Σαν κορυφαία αρχαίας τραγωδίας περιγράφει με ζωντάνια διαλόγους, γεγονότα, συναισθήματα μιας εποχής, όπου όλη η χώρα στέναζε και αιματοκυλιόταν κάτω από εντολές των ξένων - νέων - δυναστών και του ντόπιου κατεστημένου. Και η οικογένεια Καστάνη με έξι - ουσιαστικά οκτώ - νεκρούς είναι από τις οικογένειες που κυριολεκτικά αφανίστηκαν. Μιλώντας πάντα η μαχήτρια του ΔΣΕ, μας δείχνει πλήθος φωτογραφίες. Ανάμεσά τους μια εντυπωσιακή: Η εικόνα μιας γυναίκας με αετίσιο, αγέρωχο βλέμμα που σε καθηλώνει. Είναι η Μανιάτισσα μητέρα της, η Αναστασία, η επονομαζόμενη «Μάνα του αντάρτη»...


...Ημουν 15 χρόνων όταν ανέβηκα στο βουνό, τον Απρίλη του 1947 - διηγείται. Πριν, είμαστε δέκα άτομα στην οικογένεια, οι γονείς μου, πέντε αγόρια και τρία κορίτσια. Υπήρχε πολύς φασισμός στη Λακωνία, πολλοί ήταν οι συντηρητικοί στη Σπάρτη, φιλοβασιλικοί. Δεν ήταν όμως πολλοί μέλη του Κόμματος. Ο μεγάλος ο αδελφός μου, ο Νίκος, που αυτοκτόνησε μετά για να μην τον πιάσουν, ήταν μέλος, αλλά εμείς δεν το ξέραμε. Ενα παιδί καλό, η εικόνα του κομμουνιστή. Θεώρησαν ότι μας έκανε αριστερούς - γιατί ο πατέρας μου πριν ήταν βενιζελικός και άρχισαν να μας κυνηγάνε...

Πρώτα σκοτώσανε τον αδελφό μου τον Πέτρο, 25 χρόνων παλικάρι. Το μεσημέρι εκείνης της μέρας τον είχαμε φέρει στο χωριό μας από το χωριό της μάνας μας, γιατί ξέραμε ότι τον κυνηγάνε, με σκοπό να τον φυγαδεύσουμε την επόμενη για την Αθήνα. Ηταν το 1946, 21 του Ιούνη. Επειδή ξέραμε ότι παρακολουθούν το σπίτι μας, στη Λιαντίνα, τον είχαμε στείλει απέναντι, στο σπίτι του παππούλη να κοιμηθεί (ο πατέρας του πατέρα μου κι αυτός ήταν πρώτα ξαδέλφια). Πήγε η Πιπίτσα, η μεγαλύτερη αδελφή μου, να του δώσει φαγητό και ο Πέτρος της ζήτησε να χορέψουν ένα ταγκό. Ηταν πολύ γλεντζές, κοινωνικότατος. Χόρεψαν, θυμάμαι ακόμα το τραγούδι... Το βράδυ έρχονται Χίτες, άρχισαν να χτυπάνε άγρια την εξώπορτα, σπάνε, μπαίνουν μέσα, τα κάνουν γυαλιά καρφιά... Ξέχασα να πω ότι στη γωνιά της εκκλησίας απέναντι, καθόταν ένας νέος Χίτης και μια κοπέλα -και οι δυο από το χωριό μας- και παρακολουθούσαν τις κινήσεις μας, αλλά εμείς τότε δεν το ξέραμε. Πού να βάλει ο νους μας πως το παιδί του Γιώργου λ.χ. που ήταν συγχωριανός καθόταν εκεί επίτηδες. Οι Χίτες σιγουρεύτηκαν ότι ο Πέτρος δεν ήταν στο σπίτι μας και πήγανε απέναντι στον παππούλη, όπως τους είχε υποδείξει το παιδί που παρακολουθούσε από την εκκλησία... Οι πόρτες εκείνο το βράδυ έπεφταν μέσα σαν να ήταν ψίχουλα. Μόλις μπήκαν και καθώς ο Πέτρος είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι που κοιμόταν, του βαράει ο αρχιφασίστας που είχε έλθει με τους άλλους από το διπλανό χωριό μια ντουφεκιά και τον βρίσκει στην καρδιά. Πέφτει το παιδί. Το σκότωσαν έτσι, χωρίς να έχει κάνει καμιά πράξη που θα δικαιολογούσε το φονικό. Ηταν μόνο ιδεολόγος. Ημουν τότε 14 χρόνων...


Την άλλη μέρα το πρωί πήγα να πάρω νερό από τη βρύση του χωριού και στο δρόμο έβρισκα σφαίρες και τις έκρυβα στα χορτάρια. Ελεγα, σαν παιδί που ήμουνα, να μη σκοτώσουν κι άλλους...

...Τα πράγματα από κει κι ύστερα άρχισαν ν' αγριεύουνε περισσότερο. Τα αδέλφια μου ήταν μεγάλα, ο πατέρας μας ακόμα νέος, 53 χρόνων, αντέδρασε για το φονικό του παιδιού του, μίλαγε ανοιχτά... Οταν σκότωσαν τον Πέτρο, φοβέριζαν να πιάσουν εμάς τις κοπέλες για να εξευτελίσουν τα αδέλφια μας. Οι γονείς μάς έδιωξαν από το σπίτι να γλιτώσουμε - γιατί τότε βιάζανε, κουρεύανε τα κορίτσια, κάνανε πολλά... Κι ένα βράδυ, που εμείς πια λείπαμε, καινούρια επιδρομή στο σπίτι μας. Η μάνα μου είχε πιάσει, η κακομοίρα, την πόρτα μ' όση δύναμη είχε να μην μπούνε μέσα. Πάει ένας Χίτης στο παράθυρο, βαράει μια πιστολιά, χτυπάει τον πατέρα μου στην ωμοπλάτη. Μπαίνουν μέσα, βαράνε τη μάνα μου με το κοντάκι στο κεφάλι. Και στον αδελφό μου, τον Νίκο, έδωσαν μια μαχαιριά στην πλάτη. Χτύπησαν, έβρισαν, φύγανε...

Εκτός από μένα και τις αδελφές μου, την Πιπίτσα και τη Δωροθέα, είμαστε μετά τον Πέτρο, ο Νίκος, ο Μήτσος, ο Χρήστος και ο Περικλής. Δεν ξέραμε ο ένας πού κρυβόταν ο άλλος.

Στις 13 Φλεβάρη του 1947 οι αντάρτες χτυπούν τις φυλακές της Σπάρτης. Εμείς δεν το ξέραμε, μαζεύαμε ελιές τότε, παιδιά του χωριού είμαστε... Ενα βράδυ που καθόμαστε στο τζάκι ανοίγει από πίσω η πόρτα και μπαίνει ένα κεφάλι, «ο Μήτσος μας», λέω, αλλά δεν ήταν ο αδελφός μου! Ηταν ένας Χίτης που μας πήρε όλους, τους γονείς μου, τις δυο αδελφές μου, εμένα και μας πήγαν με τα πόδια σ' ένα άλλο χωριό. Στο δρόμο με ρωτούσαν «Πού 'ναι μωρέ τ' αδέλφια σου». «Δεν ξέρω». Μας ξεχωρίζουν από τον πατέρα μου και λένε της μάνας μου: «Χαιρέτησέ τον για τον κάτω κόσμο».
Ετσι βγήκαμε στο βουνό

Στο κρατητήριο που τον είχαν, πάνε και τον αρπάζουνε πάλι οι Χίτες με το έτσι θέλω. Ηταν χάος, ό,τι ήθελε έκανε ο καθένας. Τον πήρανε νύχτα, πήγανε σ' ένα σπίτι, ζήτησαν από τη νοικοκυρά έναν κασμά, από μια άλλη ένα φτυάρι, τον φόρτωσαν και τα δυο, τον πήγαν έξω από το χωριό σε κάτι στουρνάρια, κάτι κοτρόνες, τον βασάνισαν, του έκοψαν τα χέρια... με το φτυάρι.

Την επομένη, εγώ όπως ήμουνα στον κήπο, ακούω τη μάνα μου κι έκλαιγε. Τρέχω, πάω στη βεράντα «γιατί κλαις, βρε μάνα;». «Παιδάκι μου, σκότωσαν τον πατέρα σου». Ερχεται ένα παιδί και λέει «αν θες να πάρεις θεία το θείο πάρε μια τσάντα κι έλα»! Τον είχαν κάνει κομμάτια...

Δεν ήταν καν κομμουνιστής, από τα παιδιά είχε πάρει την εικόνα του αριστερού. Ξέχασα να πω, πως του τη φύλαγαν από τότε που μπήκαν οι Ιταλοί σαν κατακτητές: υπήρχαν στο χωριό δοσίλογοι, πλιατσικολόγοι, που πήραν το μέρος τους. Είχαν έρθει δυο με μαύρα γυαλιά και τον είχαν βρει, «Παναγιώτη, του είπαν, εσύ που έχεις πέντε παιδιά, πρέπει να πάρεις μέρος κι εσύ, όπως εμείς, να βοηθήσουμε τους συμμάχους (εννοούσαν τους Ιταλούς)». «Γιατί;, απάντησε εκείνος. Εγώ συμμάχους έχω τα παιδιά μου, δεν έχω να πάω πουθενά». Ετσι τον «σταμπάρανε» και ξεκίνησε το κακό. Μπαίνανε Γερμανοί στο χωριό κι μεις τρέχαμε στα χωράφια. Βοηθούσε στην κατοχή τους αντάρτες ο πατέρας μου, πήγαινε με το άλογο τρόφιμα κι έκανε πως πάει για ξύλα... Και η μητέρα στην Εθνική Αλληλεγγύη.

...Ενα βράδυ έρχεται ο αδερφός μας ο Χρήστος, που ήταν αντάρτης στον Πάρνωνα, και φεύγουμε με τη μάνα μας. Πάμε τρεις ώρες δρόμο και φτάνουμε στα «Τρία κλαράκια» στον Πάρνωνα. Κι εκεί, στο ποτάμι, βλέπουμε τους αντάρτες καθισμένους στις πέτρες να πλένουν τα ρούχα τους. Μας πήραν στο τάγμα, μπήκαμε στο πρόγραμμα του άμαχου πληθυσμού, μας τοποθέτησαν ανάλογα με το τι μπορούσε να προσφέρει η κάθε μια: Η μάνα μου να ράψει, να μπαλώσει, να ζυμώσει, εγώ θα 'φερνα ξύλα. Μείναμε τρεις τέσσερις μήνες στον Πάρνωνα, φυλάγαμε σκοπιές, μετά στέλνει ο αδελφός μου ο μεγάλος, ο Μήτσος, σύνδεσμο να μας φέρει κοντά του στον Ταΰγετο. Εγινε πάλι καταμερισμός δουλιάς: Η αδελφή μου η Πιπίτσα, που ήταν 16 χρόνων, εύσωμη και γερή κοπέλα μπήκε στην ένοπλη ομάδα. Αργότερα σκοτώθηκε, (έγινε κομμάτια από μια χειροβομβίδα). «Τη Νίκη, είπαν, να την πάρουμε στην πολιτική δουλιά».

...Ηταν πια καλοκαίρι του 1947... Είμαστε επτά χιλιάδες αντάρτες στον Ταΰγετο. Είχαμε οργανωθεί καλά, είχαμε ελευθερώσει χωριά, είχαμε κάνει χωριά δικά μας... Επαιρνα εγώ ένα πλάνο για ένα μήνα π.χ. να φέρω κουβέρτες, τρόφιμα και πήγαινα στα χωριά και τα έφερνα... Ημουν στην Επιμελητεία.

...Το '47 πέρασε, μπήκαμε στο '48...
Η μητέρα πεθαίνει στη σπηλιά

Ενα βράδυ, σε μια σκληρή μάχη που έδωσε το αντάρτικο - είμαστε θυμάμαι σ' ένα αλώνι - λέει ένας αντάρτης. «Απόψε θα 'χουμε πολλά θύματα» (Ηταν η μάχη της «γραμμένης Πέτρας»). Παρεμβαίνει η μάνα μου: «Δε θα γίνει τίποτα, σηκωθείτε και γλεντήστε, τραγουδήστε, χορέψτε!». Ηταν πολύ ψύχραιμος άνθρωπος, μαχητική, με προσωπικότητα. Ερχεται μια μέρα ο Σφακιανός, ο αντάρτης - στέλεχος, από την Κρήτη, και μας φέρνει το μαντάτο: «Κατεβαίνει η ένατη μεραρχία».

Και η ένατη μεραρχία ήρθε. Το τάγμα έπρεπε να προετοιμαστεί. Τακτοποιεί τον άμαχο πληθυσμό, τακτοποιεί τους διμοιρίτες, τα τρόφιμα - ήταν πανέτοιμο για μια επιδρομή στρατού. Είχαμε συνεργεία, είχαμε νοσοκομεία, μια οργανωμένη ζωή πολύ καλή, πάρα πολύ καλή...

Εγώ φεύγω, με παίρνει μια ομάδα και πάμε σ' ένα σημείο πάνω από τη Σπάρτη. Η μάνα μου σε μια πλαγιά με την αδελφή μου, τη μικρή και τους παίρνει ο αδελφός μου. Με διαταγή της διοίκησης τους πάει σε μια σπηλιά με τους τραυματίες, μια νοσοκόμα, την Κατίνα Πλιάκα, το γιατρό το Νίκο Κωστάκη, τη γυναίκα του Κώστα Ξυδέα, που ήταν διοικητής του Αρχηγείου Ταϋγέτου, με τα δυο παιδάκια τους - Αλέξανδρο και Χρήστο.

Τους άφησαν λίγα τρόφιμα που αρκούσαν μόνο για μερικές μέρες. Για κακή τύχη, πάνω ακριβώς από τη σπηλιά ήρθε και εγκαταστάθηκε ένας λόχος πεζικού του κυβερνητικού στρατού και κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει τους αμάχους. Χωρίς νερό και φαΐ σε λίγες μέρες οι βαριά τραυματισμένοι άρχισαν να πεθαίνουν, ενώ όσοι απέμειναν ήταν σαν ζωντανοί νεκροί, είχαν πάρει ασκητική όψη. Οταν κάποια μέρα ο λόχος απομακρύνθηκε, βρήκε ευκαιρία ο Μήτσος και μπήκε στη σπηλιά, όπου αντίκρισε το φρικτό θέαμα. Εβγαλαν τους επιζώντες έξω και τους έδωσαν λίγο στάρι και πλιγούρι. Ομως ξαφνικά επέστρεψε ο στρατός. Η μητέρα μας παρακαλούσε το Μήτσο να φύγει για να γλιτώσει η διμοιρία. Μπροστά στο δίλημμα - και πιστεύοντας ότι ο στρατός θα λυπηθεί τους ετοιμοθάνατους - έφυγε, ενώ τα παιδάκια του Ξυδέα έκλαιγαν και ζητούσαν τον πατέρα τους... Ο στρατός που τους βρήκε, τους εκτέλεσε όλους στη ρεματιά. Ακόμα και τα δυο παιδάκια του Ξυδέα τα σκότωσαν, με το επιχείρημα «ούτε σπόρος από κακή κολοκυθιά».

Στις 12 Μάη του 1948 ο αδελφός μου ο Νίκος, που ήταν κομματικό μέλος και ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ, φεύγει για μυστική αποστολή, να βρει έναν καπετάνιο. Σύνδεσμος έμπιστος μαζί του ο Σταύρος ο Πιερουτσάκος, από τη Μάνη.

Στο δρόμο που πήγαιναν έπεσαν προδομένοι σε ενέδρα, χτυπάνε τον αδελφό μου στο βουνό της Καστοριάς, σε μια περιοχή του Ταΰγετου και του σπάνε το πόδι. Πέφτει σε μια γούβα και φωνάζει: «Σταύρο, φύγε, θα σε σκοτώσουνε»! Μένει ο Νίκος τραυματισμένος, μόνος, ρίχνει όλες του τις σφαίρες και με την τελευταία αυτοκτονεί. Γιατί άμα τον πιάνανε ζωντανό θα τον ψήνανε...

...Την άλλη μέρα φυλάγαμε σκοπιά σ' ένα ύψωμα. Ξαφνικά, βλέπω στο απέναντι ύψωμα, σε μια κορυφογραμμούλα στρατιώτες - και από μακριά δεν μπορούσες να διακρίνεις αν ήταν εχθροί ή φίλοι. Κοιτάμε πιο πέρα γύρω μας, βλέπουμε στο γκρεμό ερχόταν ένας επάνω. Λέω στη Γεωργία, τη συντρόφισσά μου: «Γεωργία, είμαστε κυκλωμένοι». «Σώπα ρε». «Κοίτα γύρω γύρω». Δεν προλάβαμε να τα πούμε, παρατάμε τα πάντα και φεύγουμε, πάμε σ' ένα σημείο απ' όπου είχαμε ξεκινήσει το πρωί. Βαράγανε μέσα στα δέντρα και πέφτανε οι αντάρτες κάτω σαν κοτσύφια.

Πάω και κάθομαι σ' ένα κλαδί, σ' ένα πεύκο και φορούσα πράσινα. Ερχονται δυο απέναντί μου και λένε «Πού να 'ναι ρε, οι Κασταναίοι»; Ο ένας ήταν πατριώτης μου, απ' αυτούς που είχαν σκοτώσει την προηγούμενη τον αδελφό μου. Πιο κάτω σ' ένα βραχάκι κάθονταν οι δυο κοπέλες, η Αννα και η Γεωργία η Μπάκα από την Καλαμάτα. Παραπέρα πιάνουνε την άλλη συντρόφισσα.


...Καθώς ήμουνα σκαρφαλωμένη στην αρχή δε με είδαν. Ερχεται ένας στρατιώτης με το οπλοπολυβόλο του, με βλέπει. «Κατέβα κάτω μωρή, πείξε - δείξε...». Κατεβαίνω, παίρνει το όπλο, μου δίνει μια κοντακιά στο κεφάλι, πετάγεται το αίμα ποτάμι. Με οδηγεί στο λοχαγό, που του λέει να με πάει να αναγνωρίσω τους σκοτωμένους. Εμείς όμως στις οργανώσεις που συζητούσαμε είχαμε πάρει οδηγίες: αν δούμε κάποιο καπετάνιο, βαθμοφόρο, να μην πούμε ποιος είναι, μόνο να πούμε ότι είναι ο μάγειρας, ο τσαγκάρης κλπ. για να μη δώσουμε ικανοποίηση και να ενισχύσουμε το... ηθικό του εχθρού. Για καλή μου τύχη είχαμε πάει το προηγούμενο βράδυ σ' ένα χωριό έξω από τη Σπάρτη και μπήκα με την ομάδα μου σ' ένα σπίτι όπου ήταν μια οικογένεια. Η γυναίκα, έγκυος, πήγε και κάθισε πάνω σ' ένα τσουβάλι με λουκάνικα μην τις τα πάρουμε. Εμείς δεν κάναμε πράξεις άσχημες, να αρπάζουμε τρόφιμα και ν' αφήνουμε αρνητική εικόνα στο λαό - έπρεπε να είμαστε διακριτικότατοι. Της λέει ο διμοιρίτης μας: «Δε θέλουμε να σας τα πάρουμε, δώστε μας ό,τι έχετε και θα φύγουμε». Αντί για λουκάνικα, φορτώθηκε ο αδελφός μου ο μικρός ένα τσουβαλάκι τάχα πως ήταν αλάτι και ήταν λίπασμα και πάμε στο βουνό - μας έδωσαν κι ένα βάζο συκόμελο. Την άλλη μέρα λοιπόν που οι κυβερνητικοί θέλησαν να πάρουν έναν οδηγό να τους καθοδηγήσει, βλέπω πως ήταν ο πατέρας αυτής της οικογένειας. Με αναγνώρισε, τον αναγνώρισα και είπε πως «δεν πειράξαμε τίποτα και δεν έχω να πω τίποτα». Μου έδωσαν ένα φαντάρο Θεσσαλό να με πάει να αναγνωρίσω τους σκοτωμένους κάτω από το δέντρο. Ανάμεσά τους ήταν ένας διμοιρίτης πολύ μαχητικός, πολύ καλός, αλλά εγώ είπα πως ήταν «ο ράφτης» μετά ο άλλος «ο τσαγκάρης», «ο μάγειρας». Τότε λέει ο Θεσσαλός φαντάρος - Στέλιο τον λέγανε: «Εγώ αυτή την κοπέλα θα την πάρω». Ερχεται ο λοχαγός και με βρίσκει. «Ξέρεις τίποτα, ο Στέλιος μου είπε πως θα σε πάρει». «Ακούστε να δείτε -του απαντάω- εγώ δε βγήκα στο βουνό να παντρευτώ, βγήκα να γλιτώσω τη σαπίλα του φασισμού». Κι έρχεται μετά το ίδιο το παιδί, ο Θεσσαλός - όταν βρήκε τον τρόπο και τον χρόνο - και μου λέει: «Μπράβο σου! Εγώ το είπα να σε γλιτώσω, να μη σε χτυπήσουν άλλο».

Μας παίρνουν, πέντε κοπέλες, μας φορτώνουν τις μπαζούκες κι εμένα, καθώς είχα κάτι κοκαλάκια στα μαλλιά μου μου έλεγαν κάτι λόγια που δεν εκφράζονται... Οταν μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα καθόταν ένα τομάρι στην πόρτα και μόλις έφτανες σε χτυπούσε. Φέρνουνε μαζί μας κι έναν φαντάρο που εμείς είχαμε πιάσει αιχμάλωτο και για να σωθεί το 'παιζε αριστερός. Τώρα, μόλις μπήκε μέσα, άρχισε να μας λέει, να μας λέει, να μας βρίζει. Τον πιάνουμε στο ξύλο εμείς οι κοπέλες και τον κάνουμε μαύρο. Ακουστήκαμε! Κατεβαίνει κάτω ο διοικητής και ρωτάει να μάθει. Του απαντάμε ότι μας έβρισε, μας είπε «πείξες, δείξες, πουτ..., καριόλες κλπ.». «Γιατί μωρέ, ρωτάει ο διοικητής, δεν είσαστε; δεν είσαστε πουτάνες;». Πετιέται μια κοπέλα, η πιο μεγάλη και του λέει: «Ακουσε κ. Διοικητά, αν είμαστε π..... φέρτε γιατρό». Τότε είχαμε άγνοια εμείς για τα ερωτικά... φωνάζουνε πρώτη την Μπάκα, που είπε για γιατρό, στο γραφείο και την εξέτασαν αυτή κι ύστερα όλες μας. Είμαστε παρθένες. Εκεί ήταν που πρωτάκουσα τη λέξη «άμεμπτη» από το γιατρό. «Είναι άμεμπτες κ. Διοικητά». «Αυτοί οι πειρασμοί;», λέει ο διοικητής και μένει άφωνος. (Η αλήθεια είναι πως οι κοπέλες ήταν όλες κούκλες. Τις είχαν επονομάσει «Σειρήνες του Ταΰγετου»).

Το απόγευμα μάς πάνε στη Σπάρτη, στο κρατητήριο στο Μενελάιο. Ηταν εκεί καμιά σαρανταριά ακόμα κρατούμενες...

Από τη Σπάρτη μάς πάνε στην Τρίπολη και στο δρόμο μάς κάναν εικονική εκτέλεση. Αλλά εμείς αυτά τα είχαμε διδαχτεί ότι μπορούν να συμβούν...

Εκεί άρχισα το λεύκωμα με αφιερώσεις που έκαναν οι συγκρατούμενές μου. Αλλες επέζησαν, άλλες εκτελέστηκαν, άλλες έμειναν χρόνια φυλακή...

ΠΗΓΗ: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΝΙΚΗΣ ΚΑΣΤΑΝΗ.

Βία και τρομοκρατία στη Σάμο του Εμφυλίου

Το παρακάτω άρθρο αποτελεί συμπληρωματικό υλικό στο άρθρο περί δημόσιας έκθεσης και διαπόμπευσης των νεκρών ανταρτών στη Σάμο του Εμφυλίου, και παρουσιάζει υλικό σχετικό με την άσκηση παρακρατικής και κρατικής βίας, δολοφονίες και βασανιστήρια σε κομμουνιστές και δημοκρατικούς πολίτες του νησιού.



Περίπτωση 1


Τα Χριστούγεννα του 1946, ο Ηρακλής Ευσταθίου, ένας από τους ακροδεξιούς παράγοντες των Μυτιληνιών Σάμου, δολοφόνησε μέσα στο καφενείο του Μ. Πλατιά όπου γλεντούσε με την παρέα του, τον Μανώλη Μόσχο, έναν τίμιο και θαρραλέο αγωνιστή της Κατοχής. Η αιτία ήταν ότι ο Μόσχος ήταν ενεργό μέλος του ΚΚΕ.

Ο δολοφόνος κάθονταν αρχικά στο απέναντι καφενείο του Ζεϊμπέκη κι έπινε μονάχος του ούζο. Σε κάποια στιγμή σηκώθηκε, πήγε στο καφενείο του Πλατιά, πλησίασε στην παρέα του Μόσχου και του έριξε τρεις πιστολιές στην κοιλιά. Ο Μόσχος ξαπλώθηκε ανάσκελα και οι φίλοι του τον μετέφεραν εσπευσμένα στο νοσοκομείο του Βαθυού όπου υπέκυψε τρεις ημέρες μετά από περιτονίτιδα.

Ο δολοφόνος προσπάθησε να φύγει αμέσως μετά το έγκλημα όμως πιάστηκε και αφοπλίστηκε από τον υπεύθυνο της Αυτοάμυνας του χωριού Σταύρο Δαλδαβάνη. Με τη σύγχυση όμως που επικράτησε κατάφερε να διαφύγει και να κρυφτεί σπίτι του. Μερικές ώρες μετά, μια επιτροπή ατόμων που είδαν τη δολοφονία παρουσιάστηκε στο σταθμό χωροφυλακής και ζήτησε τη σύλληψη του δράστη. Αρχικά, ο υπενωμοτάρχης αρνήθηκε να συλλάβει τον Ευσταθίου (που ήταν ισχυρός ακροδεξιός με γνωριμίες), όμως μετά από την πίεση της επιτροπής δέχθηκε να τους δώσει έναν χωροφύλακα για να συλλάβει τον δράστη. Την επόμενη ημέρα ο δολοφόνος μεταφέρθηκε στις φυλακές του Βαθυού.

Οι Μυτιληνιοί συγκλονίστηκαν από το στυγερό έγκλημα που σκοπό του είχε να τρομοκρατήσει την δημοκρατική κοινότητα του χωριού. Στην κηδεία του δολοφονημένου παρουσιάστηκε όλο το χωριό. Ο Μόσχος υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός στην τοπική κοινωνία. Ορισμένοι φίλοι και γνωστοί του νεκρού δήλωσαν ότι μετά την κηδεία θα περάσουν από το σπίτι του δολοφόνου για να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς, όμως η ηγεσία του ΚΚΕ στο χωριό παρενέβη και ματαίωσε την επικείμενη αιματοχυσία.


Περίπτωση 2

Tον Ιούλιο του 1949, κλιμάκιο των δυνάμεων του κυβερνητικού στρατού συλλαμβάνει σε κρύπτη τον τραυματισμένο αντάρτη Βουδικάκη. Οι κυβερνητικοί των υποβάλλουν επί τόπου σε φριχτά βασανιστήρια για να τους αποκαλύψει τις θέσεις των άλλων ανταρτομάδων. Ο Βουδικάκης απαντά ότι δεν ξέρει τίποτα. Στην υποδιοίκηση της χωροφυλακής του Καρλοβασίου τα βασανιστήρια ξαναρχίζουν με ένταση. Στοχεύουν στο τραύμα του στο πόδι. Τον στήνουν όρθιο και τον χτυπούν για ώρες. Από το στόμα του ακούγεται μονάχα ένας βόγκος. Αργότερα θα τον δέσουν πίσω από ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και θα τον σύρουν με σκοινιά στον δρόμο για το χωριό Λέκα όπου είχε γεννηθεί. Εκεί ζωντανό ακόμα, θα τον πετάξουν μέσα σε ένα πηγάδι. 


Περίπτωση 3 

Η παρακάτω περίπτωση κυβερνητικής ωμότητας διαπράχθηκε τον Δεκέμβρη του 1947 κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Πρόκειται για την ομαδική σφαγή έντεκα (11) αιχμαλώτων ανταρτών του ΔΣΕ Σάμου που πιάστηκαν μετά τη μάχη της Μπαθακιάς. Οι αντάρτες που κατά κύριο λόγο ήταν νέοι και μόλις είχαν βγει από τα έμπεδα του ΔΣΕ μεταφέρθηκαν με τον βαριά τραυματισμένο καπετάνιο Θ. Ανάση στο στρατόπεδο της Μπαθακιάς. Εκεί κατέφθασε επειγόντως ο στρατιωτικός διοικητής Σάμου συνταγματάρχης Κανάκης. Συσκέφθηκε με τους αξιωματικούς του και χωρίς καν τη σύσταση εκτάκτου στρατοδικείου, χωρίς έστω μια τυπική δίκη, εξετέλεσε και τους έντεκα αγωνιστές το πρωί της 22ης Δεκέμβρη. 


Περίπτωση 4 

Τέσσερις μόνο ημέρες μετά τη σφαγή της Μπαθακιάς οι χωροφύλακες του Μαραθόκαμπου διέπραξαν ένα ακόμα φρικτό έγκλημα. Εισήλθαν στο σπίτι της οικογένειας του γραμματέα της ΕΠΟΝ και στελέχους του ΔΣΕ Σάμου Κώστα Μαρίνη και θέρισαν με αυτόματα την μητέρα, τον πατέρα και την αδελφή του. H αδελφή του Μαρίνη που δεν βρίσκονταν στο σπίτι της εκείνη τη στιγμή εκτελέστηκε μαζί με την έγκυο φίλη της Ουρανία Ζαφείρη στην πλατεία του Αγίου Αντωνίου αφού είχαν συλληφθεί στο σπίτι της εγκύου. 

Περίπτωση 5 

Στα τέλη του Μάη του 1948, οι ΜΑΥδες των Αρβανιτών σε συνεργασία με Πυργιώτες συναδέλφους τους και με χωροφύλακες της μονάδας Πύργου εκτέλεσαν ύστερα από φρικτά βασανιστήρια και με τον πιο απάνθρωπο τρόπο έξι (6) αντάρτες του ΔΣΕ Σάμου που είχαν αιχμαλωτιστεί στις Ξηρόλακες. Συγκεκριμένα οι 

  • Μανώλης Αποστόλου
  • Δημήτρης Μπαρολιας
  • Χρ. Αντνωίου
  • Γιώργος Σοφούλης
  • Δημ. Χρήστου
  • Αντρέας Κατσαμπάς
Υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια και εκτελέστηκαν με απάνθρωπο τρόπο. Ο αρχηγός της ομάδας Μανώλης Αποστόλου βρήκε φρικτό θάνατο. Αφού τον βασάνισαν, τον έσφαξαν κρεμασμένο ανάποδα σαν σφαχτάρι με ένα κατσούνι.  Έπειτα έβαλαν το κεφάλι του σε ένα τορβά και το πήγαν στο χωριό του όπου αφού το διαπόμπευσαν το κλωτσούσαν σαν τόπι. Τον Δημ. Μπαρόλια τον βασάνισαν ώρες και τον αποτελείωσαν σφίγγοντας τα γεννητικά του όργανα. Ανάλογη τύχη είχαν και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι. 


Αυτές αποτελούν ένα μικρό δείγμα των περιπτώσεων κυβερνητικής βίας και τρομοκρατίας στο νησί. Ας σημειωθεί ότι τα περιστατικά μπορεί να φαντάζουν λίγα σε αριθμό, αλλά ο ΔΣΕ Σάμου είχε αξιολογότατη δράση σε όλο το νησί έως και το 1949 πράγμα που καθιστούσε δύσκολη την γενίκευση τέτοιων φαινομένων. Επίσης οι Σαμιώτες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυριαρχούνταν από προοδευτικά φρονήματα και η κοινωνία του νησιού δεν ανέχονταν εύκολα τέτοια φαινόμενα. 



Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Φωτογραφικό υλικό από την εκκένωση των επαρχιακών περιοχών

Το παρακάτω φωτογραφικό αφιέρωμα λήφθηκε το 1948-1949 από τον φωτογράφο David Seymour φωτογράφο που αφιέρωσε τον εαυτό του στην αποτύπωση του δράματος των παιδιών στον πόλεμο. Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες όλες στην Ελλάδα του Εμφυλίου και θέμα έχουν τον εκτοπισμό των Ελλήνων της επαρχίας από τις κυβερνητικές δυνάμεις στα πλαίσια της αποκοπής των ανταρτών από τους τροφοδότες τους. 
















Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Εικόνες της φρίκης στη Σάμο του Εμφυλίου

Το νησί της Σάμου, νησί με μεγάλη Κατοχική παράδοση στην Εθνική Αντίσταση, βρέθηκε στις φλόγες του Εμφυλίου ήδη από τα τέλη του 1946, με την εμπρηστική πολιτική δράση του δεξιού νομάρχη Χρ. Κούσουλα. Τα εγκλήματα του δεξιού παρακράτους στη Σάμο, που αποτελούσε παρόλα αυτά μικρό τμήμα του ντόπιου πληθυσμού, ξεκίνησαν από τη δολοφονία του Μανώλη Μόσχου και επεκτάθηκαν καθ όλη τη διάρκεια των εμφύλιων συγκρούσεων έως και το 1949 και το τέλος του ΔΣΕ Σάμου.

Το παρόν άρθρο δεν θα επιχειρήσει να περιγράψει τέτοια περιστατικά, που δικαιούνται δικό τους ξεχωριστό άρθρο. Στο σημερινό μας άρθρο θα εξετάσουμε το μέρος εκείνο της Λευκής Τρομοκρατίας  που αφορά στην έκθεση και διαπόμπευση των σωρών των πολιτικών αντιπάλων από τις κυβερνητικές δυνάμεις στο νησί.

Περίπτωση 1η 

Μετά τη  μάχη του όρους Κέρκη στις 21 Ιουλίου του 1949, ο στρατιωτικός διοικητής του ΔΣΕ Σάμου Γιάννης Μαλαγάρης κινδύνευσε να πιαστεί αιχμάλωτος από τις κυβερνητικές δυνάμεις μαζί με ομάδα ανταρτών του αρχηγείου. Ο Μαλαγάρης, αξιωματικός καριέρας, προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να υποστεί τον εξευτελισμό της διαπόμπευσης. Μαζί του αυτοκτόνησαν και τα στελέχη του αρχηγείου Γρυδάκης, Βακαλόπουλος και Σβερκίδης. Τα σώματα των νεκρών συγκεντρώθηκαν από τον κυβερνητικό στρατό και διαπομπεύθηκαν στο Βαθύ Σάμου. Τα κορμιά πέρασαν πρώτα από το στρατόπεδο αιχμαλώτων στο Βαθύ όπου βρίσκονταν κλεισμένοι, αντάρτες του ΔΣΕ Σάμου και συγγενείς τους. Οι φρουροί του στρατοπέδου ανάγκασαν τους αιχμαλώτους να σταθούν στο συρματόπλεγμα για να δουν την πομπή.


Περίπτωση 2η 

Στις 17 Μαΐου του 1949, ο συγκροτηματάρχης Μιλτιάδης Βακάκης από την Υδρούσα κατεβαίνει στο χωριό του να πάρει πληροφορίες, τον συνοδεύει ο αντάρτης Θεόδωρος Χατζηθεοδώρου από τα Κουμέικα. Η αντάρτες πέφτουν σε ενέδρα κυβερνητικών και σκοτώνεται ο Βακάκης. Ο Χατζηθεοδώρου καταφέρνει να διαφύγει. Οι κυβερνητικές δυνάμεις αφού έγδυσαν το σώμα του Βακάκη το κατέβασαν με κάρο και το εξέθεσαν σε κοινή θέα στο Καρλόβασι. Ο λαός της πόλης όχι μόνο δεν ασέλγησε στο πτώμα του νεκρού αλλά απέφευγαν συστηματικά την πλατεία όπου βρίσκονταν η σωρός. Μόνη εξαίρεση υπήρξε κάποιος παλαιοημερολογίτης ιερέας, ο Παπαθεόδωρος που πλησίασε τον νεκρό, το έβρισε και τον κλώτσησε. 


Περίπτωση 3η 

Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1949, η ομάδα των Γ. Βακαλόπουλου, Μ. Κόκα και Βαγγέλη Δεσκέ ξεκίνησε αποκομμένη όπως ήταν μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις να πάρει επαφή από τις ομάδες του όρους Καρβούνη. Ενώ η ομάδα προσπαθούσε να περάσει από την περιφέρεια Καρλοβασίων, έγινε αντιληπτή από τους κυβερνητικούς και χτυπήθηκε δίπλα στο Ποτάμι. Στη σύγκρουση σκοτώθηκε ο Βαγγέλης Δεσκές και αιχμαλωτίσθηκε ο Βακαλόπουλος. Οι κυβερνητικοί μετέφεραν τον νεκρό και τον αιχμάλωτο στο πλοίο που μυδραλλιοβολούσε από την θάλασσα και έπαιρνε μέρος στη μάχη. Σε λίγο κουβάλησαν, βαριά τραυματισμένο και τον Μ. Κόκα ο οποίος βλέποντας τους συντρόφους του φώναξε " Μας φάγαν οι φασίστες Βακαλοπουλε". Αυτό εξαγρίωσε έναν αξιωματικό που έβγαλε το περίστροφό του και αποτελείωσε τον τραυματία. Ο Βακαλόπουλος εκτελέστηκε μερικές ώρες αργότερα επάνω στο καράβι υπό άγνωστες συνθήκες. Τα κορμιά των τριών ανταρτών διαπομπεύθηκαν στο Καρλόβασι και μετέπειτα στο χωριό Λέκα από όπου κατάγονταν ο Βακαλόπουλος. Επειδή οι κυβερνητικές δυνάμεις απαγόρευαν την ταφή ανταρτών σε κοινοτικά νεκροταφεία, οι 3 νεκροί θάφτηκαν από τον Στέλιο Σεβαστάκη σε μια ασβεστοκάμινο έξω από το χωριό. Όπως μαθέυτηκε αργότερα οι ΜΑΥ που πρωτοστάτησαν και ζήτησαν την εκτέλεση του Βακαλόπουλου είναι ο Λεκάτες Γεώργιος Βαλής, Μανώλης Κρητικός, Δημήτρης Κόκας, Δημήτρης Πετράκης και Χρυσόστομος Σαρημανώλης. Οι ΜΑΥ εισέπραξαν το ποσό επικήρυξης του Βακαλοπουλου. Ο ΜΑΥ Κρητικός επιχείρησε να δώσει το μερίδιό του στη χήρα του Βακαλόπουλου η οποία του απάντησε " Κράτησέ τα. Αυτά θα σε κυνηγάνε σε όλη σου τη ζωή".


Περίπτωση 4η  

Το 1951, ο ανθυπασπιστής Ευτύχιος, σταθμάρχης Χωροφυλακής Μαραθοκάμπου κάλεσε στο γραφείο του τον κατάδικο τότε καπετάνιο του ΔΣΕ Σάμου Γιάννη Ζαφείρη για να του διηγηθεί το φοβερό έγκλημα του Μαραθόκαμπου. Στα τέλη του Μάη του 1948 οι ΜΑΥδες των Αρβανιτών σε συνεργασία με Πυργιώτες παρακρατικούς και με χωροφύλακες της μονάδας Πύργου εκτέλεσαν με φρικτά βασανιστήρια έξι άνδρες του ΔΣΕ Σάμου που είχαν αιχμαλωτιστεί στις Ξηρόλακες. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και ο Μανώλης Αποστόλου που αφού τον βασάνισαν τον έσφαξαν και με ένα κατσούνι και απέκοψαν το κεφάλι του. Το κεφάλι τοποθετήθηκε σε τορβά και διαπομπεύτηκε στον Μαραθόκαμπο. Εκεί οι ΜΑΥ το κλωτσούσαν σαν τόπι.


Περίπτωση 5η 

Το καλοκαίρι του 1948, ομάδες νεολαίων του ΔΣΕ ανατρέπουν τους κυβερνητικούς από την περιοχή Μαρμαρέικα του όρους Καρβούνη. Οι αντάρτες κατάφεραν να πάρουν μαζί τους τους τραυματίες τους, όμως δεν κατάφεραν να θάψουν τους δύο νεκρούς τους. Την επόμενη ημέρα ο γνωστός κεφαλοκυνηγός χωροφύλακας Νίκος Λιόντας, βγήκε να μαζέψει κεφάλια ανταρτών. Μαζί με τα δύο κεφάλια των ανταρτών έριξε στον ίδιο τορβά και το κεφάλι του στρατιώτη Βασμάρη που είχε πέσει στην μάχη και των οποίο οι κυβερνητικοί δεν βρήκαν για να περισυλλέξουν. Τα κεφάλια εκτέθηκαν στο χωριό Κοντέικα όπου ανάμεσα στους θεατές ήταν και η γυναίκα του στρατιώτη η οποία άρχισε να ξεφωνίζει στη θέα του κεφαλιού του άνδρα της. Η μακάβρια υπόθεση και το κανιβαλικό λάθος του Λιόντα πήρε έκταση αφού ξεσήκωσε όλο το χωριό. Τελικά ομάδα φαντάρων στάλθηκε πίσω στο βουνό να περισυλλέξει και το υπόλοιπο κορμί του στρατιώτη το οποίο συγκόλλησε υγειονομικός για να ταφεί με τιμές αξιωματικού αμέσως μετά. Από τότε με στρατιωτική εντολή, οι εκθέσεις κεφαλών έπαψαν και εκτίθονταν ολόκληρα τα σώματα των ανταρτών. 


Περίπτωση 6η 

Τα κορμιά του πολιτικού επιτρόπου του ΔΣΕ Σάμου Γιάννη Σάλλα και του αντάρτη Γιώργου Σαράντη, των τελευταίων διωκόμενων ανταρτών του ΔΣΕ Σάμου εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην πρωτεύουσα του νησιού τον Οκτώβρη του 1949, μετά την ωμή εκτέλεσή τους στην περιοχή Κόκκινα Χώματα. 


Περίπτωση 7η 

Το άψυχο σώμα του σαμποτέρ και διμοιρίτη Αριστείδη Ζάγκα του ΔΣΕ Σάμου εκτέθηκε σε κοινή θέα από τους εκτελεστές τους στο Βαθύ Σάμου. Ο Ζάγκας πιάστηκε σοβαρά τραυματισμένος σε παραθαλάσσια σπηλιά και εκτελέστηκε επί τόπου. Το κορμί του περιφέρθηκε γυμνό στους δρόμους, φωτογραφήθηκε κανιβαλικά και κρεμάστηκε για πολλές ημέρες στην πόλη. Οι δολοφόνοι του ανάγκασαν το μικρό του παιδί να σταθεί και να φτύσει το κορμί του πατέρα του. 


Το κορμί του Αριστέιδη Ζαγκά φωτογραφίζεται με τους δολοφόνους του

Το κορμί του Αριστέιδη Ζαγκά κρεμασμένο στο Βαθύ Σάμου, πάνω αριστερά, παιδιά παρακολουθούν το φρικτό θέαμα 



ΠΗΓΗ

Συλλογικό Έργο, Ο αγώνας του ΔΣΕ στη Σάμου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004


Η δημοκρατία της Βαιμάρης ο φασισμός και η Γιάλτα


Από τοα Ιστορικά του Ριζοσπάστη 


Τα τελευταία χρόνια, με αφορμή το «φούσκωμα» της Χρυσής Αυγής από το αστικό πολιτικό σύστημα, φούντωσε το ζήτημα του τέλους της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», η οποία κατά τους αστούς πολεμήθηκε γι' αυτό ο Χίτλερ και το κόμμα του, στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης 1929 - 1933 κατέλαβαν την κυβερνητική εξουσία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα. Στόχος είναι η αποτροπή της εργατικής τάξης και των συμμάχων της από τον αντικαπιταλιστικό, αντιμονοπωλιακό αγώνα ως μονόδρομο για την οριστική διέξοδο από την κρίση σε όφελός τους με την εργατική, λαϊκή εξουσία, την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον εργατικό έλεγχο. Οι αστοί συγκαλύπτουν ότι ο Χίτλερ πήρε την κυβερνητική εξουσία, με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και την αμέριστη συνδρομή της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που υπηρετούσαν τα μονοπώλια και την εξουσία τους. Των μονοπωλίων επιλογή ήταν ο Χίτλερ.
Επίσης, οι αστοί, προκειμένου να εμποδίσουν την πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για το σοσιαλισμό, ρίχνουν λάσπη στη Σοβιετική Ενωση, αναπαράγοντας το μεγάλο ψέμα, ότι συμφώνησε, αν δεν επέβαλε, στο «μοίρασμα του κόσμου», μετά το Β' Παγκμόσμιο Πόλεμο, γι' αυτό τάχα και στην Ελλάδα, μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική ιμπεριαλιστική κατοχή δε νίκησε, δεν πήρε την εξουσία ο λαός.Σ' αυτά τα δύο ζητήματα αναφέρεται το σημερινό ένθετο του «Ριζοσπάστη» «Ιστορία», προβάλλοντας την ιστορική αλήθεια την οποία παραχαράσσουν οι αστοί.
***
Στις 28 Φλεβάρη 1933, ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης του Χίτλερ, ο πρόεδρος της Γερμανίας Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών Οργανώσεων. Ετσι, λένε, καταλύθηκε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και επικράτησε ο φασισμός. Αντικαταστάθηκε μια μορφή διακυβέρνησης της δικτατορίας των μονοπωλίων με μία άλλη.
Ποια είναι όμως η πραγματική ιστορία; Η γερμανική προλεταριακή επανάσταση (3 Νοέμβρη 1918 - Γενάρη 1919, στη Βαυαρία έως τον Απρίλη του ίδιου έτους) έχοντας ως υπόβαθρο, όπως και η Οχτωβριανή της Ρωσίας του 1917, τη μαζική εξαθλίωση που επέφερε για τις λαϊκές μάζες ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, παρουσίασε κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη, όπως για παράδειγμα τα επαναστατικά συμβούλια εργατών και ναυτών. Η μεγάλη ποιοτική διαφορά ήταν το γεγονός ότι στη Γερμανία απουσίαζε το μαζικό και ταξικά συνεπές κόμμα του προλεταριάτου, το κομμουνιστικό (οι πρωτοπόροι επαναστάτες της ομάδας «Σπάρτακος» προχώρησαν στη δημιουργία τέτοιου κόμματος στο απόγειο της επανάστασης). Παρ' όλα αυτά, η δράση του προλεταριάτου, με αρχικούς στόχους που ξεπερνούσαν τα καπιταλιστικά πλαίσια κλόνισε σοβαρά την εξουσία της ηττημένης στον πόλεμο γερμανικής αστικής τάξης.
Αν και η δράση των επαναστατημένων μαζών προσέγγιζε την αντικειμενική ανάγκη της σύμπλεξης των εθνικών και αστικοδημοκρατικών διεκδικήσεων με τη διεκδίκηση της προλεταριακής εξουσίας, η ελλιπής αντίληψη που είχαν για το σοσιαλισμό και για το δρόμο που οδηγεί σε αυτόν (στρατηγική), καθώς και οι αυταπάτες που διατηρούσαν ως προς το χαρακτήρα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (το κόμμα που με το ξέσπασμα του πολέμου ηγεμόνευσε στο χώρο του σοσιαλσοβινισμού) υποχρεωτικά οδηγούσε στο συμβιβασμό με τους αστούς, στην καλλιέργεια κοινοβουλευτικών αυταπατών και στον περιορισμό ακόμα και των αστικών μεταρρυθμίσεων. Ενώ, για παράδειγμα, οι μάζες αρχικά διεκδικούσαν, μεταξύ άλλων, την κατάργηση της στρατοκρατίας και του ιδιαίτερου ρόλου του στρατού στην πολιτική ζωή, οι σοσιαλδημοκράτες που ασκούσαν πλέον την κυβερνητική εξουσία, συνεπείς στις δεσμεύσεις τους, όχι απέναντι στις επαναστατημένες μάζες, αλλά απέναντι στους αστούς, αξιοποίησαν τον αυτοκρατορικό στρατό για να πνίξουν στο αίμα το εξεγερμένο προλεταριάτο του Βερολίνου και άλλων πόλεων και αργότερα της Βαυαρίας. Με αφορμή τη στυγνή δολοφονία των ηγετών της επανάστασης Κ. Λίμπκνεχτ και Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Λένιν σε ομιλία του στις 19/1/1919 κατάγγειλε το νέο ρόλο που ανέλαβε η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD), τους Εμπερτ (Ebert) και Σάιντεμαν (Scheidemann) ως δημίους των προλεταριακών ηγετών, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι «... η "Δημοκρατία" είναι τελικά ένα μασκάρεμα της αστικής ληστείας και της πιο κτηνώδους βίας».
Η συντακτική εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε το Γενάρη του 1919 και η υιοθέτηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης (4-28 Φλεβάρη) αντικατόπτριζαν την εδραίωση ξανά της εξουσίας των αστών, που σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, δε χρειάζονταν πλέον να τη μοιράζονται και με τον αυτοκράτορα (Κάιζερ). Ταυτόχρονα, ο όρος Reich (Ράιχ = αυτοκρατορία - «βασίλειο») παρέμεινε στο νέο Σύνταγμα, παρά την πρόταση που τέθηκε για αλλαγή του σε «Δημοκρατία» (Republik).
Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, σε σύγκριση με το προηγούμενο του Βίσμαρκ (1871) εμπεριείχε πιο προωθημένες διατάξεις (όπως η γενίκευση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους «πολίτες» άνω των 20 ετών, η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων, κ.λπ.), που απλά απέβλεπαν στην πρόσδεση του λαού στα συμφέροντα των καπιταλιστών. Για την αποφυγή οποιασδήποτε «παρεξήγησης» επ' αυτού, το άρθρο 48 του Συντάγματος έδινε στον Πρόεδρο της χώρας (αναδεικνυόταν με άμεση ψηφοφορία από το λαό) να αναστέλλει όλες τις συνταγματικές ελευθερίες και να διατάσσει την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων, στην περίπτωση «που παρεμποδίζεται σημαντικά ή απειλείται η δημόσια ασφάλεια και τάξη» (αντίστοιχες διατάξεις έχουν όλα τα αστικά συντάγματα).
Το εν λόγω άρθρο, αξιοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο 1919 - 1933 για την καταστολή εργατικών απεργιακών αγώνων, για τη διάλυση συνταγματικά εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατιδίων όταν αυτές δεν ταίριαζαν απόλυτα με τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, για την «εν ψυχρώ» προώθηση των πιο αντιδραστικών απαιτήσεων των μεγαλοβιομηχάνων, για την αναστολή της κοινοβουλευτικής δράσης και στο τέλος, ως κατώφλι για το πέρασμα στην ανοιχτή φασιστική δικτατορία των εθνικοσοσιαλιστών.
Στα πρώτα χρόνια, ως απόρροια και της ήττας στον πόλεμο, εμφανίζεται ένα πρωτόγνωρο πληθωριστικό «τσουνάμι»1, που ενέτεινε κατά πολύ την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου σε βάρος της εργατιάς και των μικροαστικών στρωμάτων και προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων που γιγάντωναν μέρα με τη μέρα, μέσα και από τη ραγδαία διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης (μόνο ο πολυεκατομμυριούχος Χούγκο Στίνες (Hugo Stinnes) την περίοδο του ραγδαίου πληθωρισμού εξαγόρασε 1.664 επιχειρήσεις με 300.000 εργαζόμενους!). Καθ' όλη τη δεκαετία του '20 η αναδιανομή λειτούργησε και προς όφελος των μονοπωλίων των νικητριών δυνάμεων του πολέμου, με βάση τις πολεμικές αποζημιώσεις, που προέβλεπε η συνθήκη των Βερσαλιών και οι κατοπινές ενδοϊμπεριαλιστικές ρυθμίσεις. Ιδιαίτερα ενισχυμένη παρουσία στη Γερμανία απέκτησαν οι αμερικάνικοι μονοπωλιακοί όμιλοι και ειδικά οι τραπεζικοί.
Αν τα πρώτα χρόνια της Βαϊμάρης, οι πραξικοπηματικές απόπειρες στρατιωτικών (το Μάρτη 1920 οι μοναρχικοί στρατιωτικοί με επικεφαλής το γενικό επιτελάρχη Καπ (Kapp), τον στρατηγό Λούντεντορφ (Lundendorff) κ.ά. και το Νοέμβριο του 1923 ο Χίτλερ ξανά με τον Λούντεντορφ) αποτυγχάνουν να καταλύσουν την αστική δημοκρατία, αυτό οφειλόταν τόσο στο γεγονός ότι το συγκροτημένο πλέον ΚΚ Γερμανίας τέθηκε επικεφαλής αποφασιστικών εργατικών ένοπλων αγώνων, όσο και στο γεγονός ότι η σφοδρή ενδοκαπιταλιστική διαπάλη ανάμεσα σε διάφορους μονοπωλιακούς ομίλους για την πρωτοκαθεδρία, δεν επέτρεπε τη σύνταξη κοινού σχεδίου αντιμετώπισης της συνταγματικής δημοκρατίας και την ύπαρξη κοινής εναλλακτικής πρότασης. Αυτό δε σημαίνει ότι οι αστοί αντιμετώπισαν με αδιαφορία το φασισμό. Απλά δεν είχαν καταλήξει ποιο από τα πάμπολλα εκείνη την εποχή παραστρατιωτικά, εθνικιστικά και φασιστικά σχήματα ήταν το καταλληλότερο. Πάντως, αν στην αρχή το Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (NSDAP) του Χίτλερ είχε ως χρηματοδότες (η «διαπλοκή» και τότε ήταν σύμφυτη του καπιταλισμού) Βαυαρούς καπιταλιστές μεσαίου μεγέθους, ήδη τον Οκτώβρη του 1923 (μόλις ένα μήνα πριν το αποτυχημένο πραξικόπημα) ο Φριτς Τύσσεν (Fritz Thyssen - επικεφαλής του ομώνυμου ομίλου) το ενίσχυσε με 100.000 χρυσά μάρκα2. Αντίστοιχα έπραξε και ο έτερος μεγαλοβιομήχανος Ερνστ φον Μπόρζιχ (ErnstvonBorsig). Αλλά και το αστικό πολιτικό σύστημα συνολικά δε φάνηκε εχθρικό σε τέτοια φαινόμενα. Ετσι ο Χίτλερ για την απόπειρά του καταδικάστηκε «επί εσχάτη προδοσία» σε 5 χρόνια φυλάκιση, αλλά ήδη το Δεκέμβρη 1924 ήταν και πάλι ελεύθερος και με πολιτικά δικαιώματα. Ο δε Λούντεντορφ δεν δικάστηκε καν! Και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή ένσταση των σοσιαλδημοκρατών και αστών «λάτρεων» της αστικής δημοκρατίας.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί, ότι καθ' όλη την περίοδο 1919 - 1932, στην κυβερνητική εξουσία το σοσιαλδημοκρατικό και τα αστικά κόμματα (τα περισσότερα εμπεριείχαν στην ονομασία τους και τον προσδιορισμό «λαϊκό») είτε εναλλάσσονταν το ένα με το άλλο, είτε συγκυβερνούσαν, χωρίς όμως κανένα από αυτά να μπορεί να υλοποιήσει τις δημαγωγικές εξαγγελίες για «τη σωτηρία του Λαού», που όλο αυτό το διάστημα, με πρωτοπορία την εργατική τάξη συνέχιζε να διεκδικεί τα δικαιώματά του με διάφορες μορφές (ένοπλες εξεγέρσεις, απεργίες, κ.λπ.). Ούτε, βέβαια, μπόρεσαν, παρά την «ικανότητά» τους να κρατήσουν τη Γερμανία έξω από τη δίνη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929. Αυτό που κατάφεραν (γιατί αυτό άλλωστε επιδίωκαν) είναι με τις επιχορηγήσεις, με κρατικές παραγγελίες και με άλλα εξίσου «δημοκρατικά» μέτρα να ενισχύσουν ξανά και σε παγκόσμιο επίπεδο τη θέση της ντόπιας χρηματιστικής ολιγαρχίας. Το 1932, καθώς η επίδραση της οικονομικής κρίσης και η δράση των κομμουνιστών ανεβάζουν σημαντικά το οργανωμένο εργατικό κίνημα, επιλέγεται η απομάκρυνση της σοσιαλδημοκρατίας από την κεντρική κυβέρνηση (παρέμεινε κυβέρνηση όμως στο μεγαλύτερο κρατίδιο, την Πρωσία) ακριβώς για να μην απολέσει την «έξωθεν καλή μαρτυρία» και για να μπορέσει πιο πειστικά να κρατήσει τα εργατικά στρώματα και τα συνδικάτα τους, υπό τον έλεγχό της. Ταυτόχρονα, η αμιγώς αστική κυβέρνηση «εθνικής συγκέντρωσης» (30/5/1932) άνοιγε το δρόμο του συνταγματικά νόμιμου «πραξικοπήματος» της εφαρμογής του άρθρου 48 που αναφέρεται παραπάνω. Με βάση αυτό εκδιώχθηκε η σοσιαλδημοκρατία και από τους πρωσικούς κυβερνητικούς θώκους (Ιούλης 1932). Ακολούθησε μια σειρά εναλλαγών αστών εκπροσώπων στην κυβέρνηση, με μοναδικό φανερό κριτήριο τις προσωπικές επιλογές του Προέδρου του Ράιχ και πρώην δεξί χέρι του αυτοκρατορικής εξουσίας Χίντενμπουργκ3 με πραγματική όμως βάση τις υποδείξεις των μονοπωλίων. Και όταν αυτή η τακτική νομιμοποιήθηκε και στα ευρύτερα στρώματα και ενώ το χιτλερικό κόμμα παρουσίαζε σημαντικά εκλογικά σημάδια κάμψης4, στις 30 Ιανουαρίου 1933, κατόπιν «παραίνεσης» και πάλι των μονοπωλίων, με τον ίδιο συνταγματικά νόμιμο τρόπο διορίστηκε καγκελάριος ο Χίτλερ. Σ' αυτήν τη «συνταγματικότητα» πιστή η σοσιαλδημοκρατία και στο όνομα της «νομιμότητας της κυβέρνησης», αρνήθηκε ακόμα και την πρόταση του ΚΚ Γερμανίας για την από κοινού οργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας ενάντια στον Χίτλερ. Είχε έρθει πλέον ο καιρός για τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, να πάρουν πίσω και την παραμικρή παραχώρηση που είχαν κάνει προς το λαό, για να ανακόψουν το επαναστατικό ρεύμα του 1918/20.
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης 1929 - 1933, οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων στη Γερμανία είχαν να αντιμετωπίσουν την ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού κινήματος και το δυνάμωμα της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος, αυτός ήταν ο αντίπαλός τους, αυτό φοβούνταν. Η ανησυχία τους μεγάλωνε, γιατί το κύρος των παλαιών αστικών κομμάτων - του γερμανικού Λαϊκού, του γερμανικού Δημοκρατικού, του βαυαρικού Λαϊκού και άλλων - έπεφτε συνεχώς στις εργατικές συνειδήσεις. Ταυτόχρονα, έπεφτε και η επιρροή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι εργάτες έδειχναν ολοένα και πιο μεγάλη δυσαρέσκεια, γιατί οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας που ήταν στην κυβέρνηση ψήφιζαν έκτακτα διατάγματα και αντιδραστικά μέτρα ενάντια στα εργασιακά και άλλα δικαιώματα.
Το φασιστικό κόμμα του Χίτλερ, που αυτοονομαζόταν Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, ανέπτυξε μια πλατιά αδίσταχτη δημαγωγία. Οι Γερμανοί φασίστες δήλωναν πως όλα τα δεινά των εργαζομένων της Γερμανίας τα προκαλούσε η Συνθήκη των Βερσαλιών (συνθήκη που υπογράφτηκε με βαρείς όρους για τη Γερμανία μετά την ήττα της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) και υποσχόταν μόλις πάρουν την εξουσία να καταργήσουν αμέσως τη Συνθήκη των Βερσαλιών και τους περιορισμούς που σχετίζονταν με τους εξοπλισμούς, να αγωνιστούν για να ξαναπάρει η Γερμανία τα εδάφη που είχε χάσει ύστερα από τον παγκόσμιο πόλεμο του 1914-1918 και να αποκτήσει καινούρια εδάφη. Στους ανέργους υπόσχονταν εργασία και αύξηση των βοηθημάτων, στους εργάτες μεγαλύτερα μεροκάματα και καλυτέρευση των όρων εργασίας, στους μικροαγρότες την κατάργηση των ενοικίων για τη γη, των χρεών και τη χορήγηση επιχορηγήσεων, στους μικρεμπόρους και στους επαγγελματοβοτέχνες μείωση των φόρων και χορήγηση πιστώσεων με χαμηλό τόκο, στους πληγέντες από τον πληθωρισμό οικονομική αποζημίωση, στους πρώην αξιωματικούς τη δημιουργία καινούριου στρατού και την εφαρμογή της ρεβανσιστικής ιδέας.
Ετσι στις εκλογές για το Ράιχσταγκ το Μάη του 1928, το κόμμα του Χίτλερ συγκέντρωσε μόλις το 2,6% των ψήφων, αλλά δύο χρόνια αργότερα, στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930 τα ποσοστά του εκτοξεύονται στο 18,3%, συγκεντρώνοντας 6,4 εκατ. ψήφους, και 107 βουλευτές με επικεφαλής τον Γκέρινγκ. Τα παλαιά αστικά κόμματα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχασαν πολλές ψήφους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκέντρωσε 4.590.000 ψήφους.
Τα αποτελέσματα των εκλογών από το ένα μέρος έδειχναν τη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα και από το άλλο τη συνένωση των αντιδραστικών στοιχείων γύρω από το φασιστικό κόμμα.
Στις 27 Γενάρη του 1932 σε μυστική συγκέντρωση που έγινε στο Ντίσελντορφ με τη συμμετοχή τριακοσίων εκπροσώπων των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου ο Χίτλερ ανέπτυξε το πρόγραμμα του φασιστικού κόμματος και υποσχέθηκε «να ξεριζώσει το μαρξισμό στη Γερμανία». Οι μονοπωλιακοί κύκλοι δυνάμωσαν την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των χιτλερικών.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνιζόταν δραστήρια ενάντια στο φασισμό, επιδιώκοντας το σχηματισμό ενιαίου εργατικού μετώπου. Τόνιζε πως ο φασισμός θα φέρει στο λαό τεράστια δεινά και θα οδηγήσει σε πόλεμο και στην εθνική καταστροφή. Τον Αύγουστο ακόμη του 1930 στο «Πρόγραμμα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης του γερμανικού λαού» η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας σημείωνε: «Το φασιστικό κόμμα είναι εχθρικό στο λαό, είναι αντιδραστικό, αντισοσιαλιστικό κόμμα που φέρνει στο γερμανικό λαό την εκμετάλλευση και την υποδούλωση». Στις 28 Γενάρη του 1932 στο μήνυμα «Προς τους εργάτες της Γερμανίας και τους εργαζόμενους της πόλης και του χωριού» το Κομμουνιστικό Κόμμα τόνιζε ακόμη μια φορά πως το φλέγον ζήτημα είναι η δημιουργία ενιαίου εργατικού μετώπου και καλούσε σε ενεργό αγώνα εναντίον της μείωσης του μεροκάματου, των έκτακτων φόρων, για να αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες και για να οργανωθούν στα εργοστάσια και στις συνοικίες ομάδες ένοπλης αυτοάμυνας που να αποκρούουν τις φασιστικές τρομοκρατικές συμμορίες.
Το Μάρτη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν, δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρααπό το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ο Ερν. Τέλμαν. Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποστηριζόμενος από τη σοσιαλδημοκρατία Χίντενμπουργκ.
Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούρια κυβέρνηση σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν, που αύξησε πρώτα πρώτα τη φορολογία και ψαλίδισε τα κονδύλια για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Ταυτόχρονα, οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα.
Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, έβαλε το ζήτημα να κηρυχθεί γενική απεργία διαμαρτυρίας. Οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών πολέμησαν την πρόταση των κομμουνιστών και τους κατηγόρησαν για «πρόκληση». Οι σοσιαλδημοκράτες εναντιώνονταν με όλα τα μέσα σε κάθε πρωτοβουλία και δράση των μαζών.
Αλλωστε, στο συνέδριο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που έγινε στη Λιψία το 1931, ένας απ' τους ηγέτες της, ο Φ. Ταρνόφ, δήλωσε ανοιχτά: «Στεκόμαστε δίπλα στο κρεβάτι του άρρωστου καπιταλισμού όχι μόνο για να κάνουμε διάγνωση. Είμαστε υποχρεωμένοι ...να γίνουμε ακριβώς ο γιατρός, που θέλει σοβαρά να θεραπεύσει τον άρρωστο και ωστόσο να διατηρήσουμε το αίσθημα ότι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι». «Είναι αυτονόητο - έγραφε ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλδημοκρατών στο γερμανικό Ράιχσταγκ Ε. Χάιλμαν - ότι όλη η σοσιαλδημοκρατία εργάζεται για ν' αποτρέψει την κατάρρευση του καπιταλισμού».
Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής. Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του «μικρότερου κακού», δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο «ριζοσπαστισμός από τα αριστερά». Να που και εδώ γίνεται η προπαγάνδα περί «άκρων» που είναι επικίνδυνα. Αλλά μήπως και σήμερα η αστική προπαγάνδα στην Ελλάδα δεν προβάλλει το ίδιο επιχείρημα ότι σε συνθήκες κρίσης οι απεργίες, οι εργατικοί αγώνες υπονομεύουν την οικονομία; Μήπως τα μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους, που γδέρνουν το λαό τσακίζοντας μισθούς, συντάξεις, παροχές Υγείας, επιβάλλοντας φοροληστεία με τα χαράτσια, τη δραστική μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος, κάνοντας τη ζωή του κόλαση, δε γίνονται για τη σωτηρία του κεφαλαίου από την κρίση;
Στις εκλογές για καινούριο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη 1932 το φασιστικό κόμμα πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα έχασαν δυνάμεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η εξουσία.
Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούριες βουλευτικές εκλογές, που έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Το φασιστικό κόμμα είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι φασίστες έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.
Η κυβέρνηση του Πάπεν δεν κατόρθωσε να εξασθενήσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι' αυτό πολλοί εκπρόσωποι και ιδιοκτήτες των μονοπωλίων ήθελαν την άμεση εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας. Το Νοέμβρη, μια ομάδα βιομήχανοι και τραπεζίτες υπέβαλαν στον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ ένα υπόμνημα και ζητούσαν να διορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο του Ράιχ.
Και βεβαίως το δρομολόγησαν στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας που καθοριζόταν από το «Σύνταγμα της Βαϊμάρης», που αναμασούν σαν παράδειγμα αστοί δημοσιολόγοι και πολιτικοί στην Ελλάδα, παραλληλίζοντας τους κινδύνους για τη δημοκρατία με το τέλος της Βαϊμάρης. Μ' αυτό το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήρθε το «τέλος της». Δηλαδή, όχι της αστικής εξουσίας αλλά μιας μορφής άσκησής της από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Στις 17 Νοέμβρη 1932 ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Σλάιχερ, που γι' αυτόν ο Ερν. Τέλμαν είπε πως η κυβέρνησή του θα παίξει το ρόλο «μιας κυβέρνησης με ψεύτικους κοινωνικούς ελιγμούς», προκειμένου να εκτονώσει το εργατικό κίνημα, να μπορέσει να χειραγωγήσει το λαό. Ο Σλάιχερ πραγματικά κατάργησε μερικά από τα έκτακτα αντιδραστικά διατάγματα του Πάπεν, αλλά δεν πέτυχε να εκτονώσει το εργατικό, λαϊκό κίνημα.
Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ.
Στις 22 Γενάρη οι χιτλερικοί οργάνωσαν, με την ανοχή της αστυνομίας, μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε απάντηση 150.000 εργάτες του Βερολίνου με επικεφαλής τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν πέρασαν στις 29 Γενάρη τους δρόμους του Βερολίνου, διαδηλώνοντας πως είναι έτοιμοι να αποκρούσουν τους φασίστες. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρότεινε στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον του φασισμού, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν.
Στις 30 Γενάρη του 1933, ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος.
Στις 20 Φλεβάρη 1933, λίγο πριν από τις γερμανικές εκλογές της 5ης Μάρτη 1933, μετά από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομήχανους της Γερμανίας, μαζί με τον Σαχτ (σ.σ. Πρόεδρος της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων από το 1930, Διευθυντής της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 υπουργός Οικονομικών των ναζί), συναντήθηκαν στο Βερολίνο. Στη συνάντηση αυτή, ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των ναζί να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, να χτυπήσουν κάθε αντιπολίτευση με βία και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. Είπε μάλιστα πως «οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια». Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Γουστάβος Κρουπ, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας «Alfried Krupp A.G.» και πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων, τέσσερα ηγετικά στελέχη της «I. G. Farben», ενός εκ των μεγαλυτέρων μονοπωλίων χημικών στον κόσμο, ο Αλβέρτος Βόγκλερ, επικεφαλής της United Steel Works της Γερμανίας και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι.
Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των ναζί στις επερχόμενες εκλογές του Μάρτη 1933, ύψους 3.000.000 μάρκων.
Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση του Χίτλερ στην κυβέρνηση, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος κάλεσε τους ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κηρύξουν γενική απεργία με συνθήματα: «Ολοι στο πεζοδρόμιο!», «Να κλείσουν τα εργοστάσια!», «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!». Στην πρόταση αυτή οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας προπαγάνδιζαν ότι ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία.
Ο Χίτλερ, μόλις έγινε καγκελάριος, σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ (Neurath), ο Φρικ και ο Γκέρινγκ, πρότεινε να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Χίτλερ δήλωσε: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγκ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία».
Ταυτόχρονα, ο Χίτλερ δήλωνε πως κύριος σκοπός του κόμματός του είναι να επιβάλει στη Γερμανία «ολοκληρωτικό έλεγχο», να εξουδετερώσει κάθε αντιπολίτευση, να δημιουργήσει έναν ισχυρό γερμανικό στρατό.
Για να συντρίψουν το Κομμουνιστικό Κόμμα οι φασίστες οργάνωσαν μια τεράστια προβοκάτσια: Τη νύχτα προς τις 27 Φλεβάρη έβαλαν φωτιά στο κτίριο του Ράιχσταγκ και κατηγόρησαν γι' αυτό τους κομμουνιστές. Κύριος οργανωτής αυτής της πρόκλησης ήταν ο Γκέρινγκ. Αργότερα το ομολόγησε ο ίδιος μπροστά σε ένα στενό κύκλο συνεργατών του Χίτλερ. «Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει πραγματικά το Ράιχσταγκ», είπε ο Γκέρινγκ, «είμαι εγώ, γιατί εγώ έβαλα φωτιά σ' αυτό». Στις 28 Φλεβάρη, ύστερα από πρόταση της χιτλερικής κυβέρνησης, ο Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Στις εκλογές του Μάρτη του 1933, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ πήρε το 43,9% των ψήφων και την πλειοψηφία στη Βουλή.
Με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης ανέβασαν τον Χίτλερ στην εξουσία οι καπιταλιστές, με την τεράστια βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας.
Παραπομπές:
1. Ενώ π.χ. το Γενάρη του 1923 η αξία ενός αμερικάνικου δολαρίου είχε φτάσει τα 17.792 γερμανικά μάρκα, τον Αύγουστο του ίδιου έτους ξεπερνούσε τα 4,5 εκατομμύρια! Την ίδια περίοδο, δηλαδή πέντε χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, το πραγματικό εργατικό εισόδημα μόλις προσέγγιζε το μισό του προπολεμικού.
2. Το ίδιο έτος είχε προηγηθεί η σταθεροποίηση του γερμανικού νομίσματος.
3. Την εκλογή του στην Προεδρία στήριξε και η σοσιαλδημοκρατία, θεωρώντας τον ως «το μικρότερο κακό».
4. Στις εκλογές Νοεμβρίου 1932, έχασε περίπου 2 εκατομμύρια ψήφων.
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΓΙΑΛΤΑΣ
Στη Διάσκεψη της Γιάλτας, όπως και σε άλλες της αντίστοιχης περιόδου, δεν κρατούνταν επίσημα πρακτικά. Κάθε πλευρά κρατούσε τα δικά της πρακτικά και καταγράφονταν από κοινού μόνο τα ντοκουμέντα που είχαν το χαρακτήρα των τελικών αποφάσεων. Εκ τούτου είναι ευκολονόητο ότι μπορούμε να κρίνουμε τις συζητήσεις μόνο μέσα από τις αναμνήσεις των συμμετεχόντων, τα ξεχωριστά πρακτικά της κάθε πλευράς και τα ντοκουμέντα που έχουν πια δημοσιοποιηθεί1.
Βασισμένοι στα επίσημα πρωτόκολλα και ανακοινωθέντα μπορούμε να σκιαγραφήσουμε το πλαίσιο, μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι διαπραγματεύσεις και τα θέματα στα οποία εστίασαν. Με δεδομένο το γεγονός ότι ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει, είναι φυσιολογικό ότι η διάσκεψη ασχολήθηκε και με τις πολεμικές επιχειρήσεις. Σημαντικά επίσης ήταν τα θέματα που μπήκαν στη συνδιάσκεψη και αφορούσαν στην επόμενη μέρα του πολέμου. Οι αντιπροσωπείες υπέγραψαν διακήρυξη για την απελευθερωμένη Ευρώπη:
«Αυτή η Διακήρυξη προβλέπει τη σύμφωνη πολιτική των τριών δυνάμεων και τις κοινές τους ενέργειες για την επίλυση των πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων της απελευθερωμένης Ευρώπης, σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές (...) Σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη του Ατλαντικού για το δικαίωμα όλων των λαών να εκλέγουν τη μορφή της κυβέρνησης με την οποία θα ζήσουν, πρέπει να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της αυτοκυβέρνησης στους λαούς εκείνους που με τη βία στερήθηκαν αυτό, από τα επιθετικά έθνη»2.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της διακήρυξης ήταν και οι αποφάσεις που πάρθηκαν σε σχέση με την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία. Αναφέρεται στο ανακοινωθέν σχετικά με τις δύο χώρες: «Συγκεντρωθήκαμε στη Διάσκεψη της Κριμαίας για να εξομαλύνουμε τις διαφωνίες μας στο πολωνικό ζήτημα.
Εξετάσαμε ολόπλευρα όλες τις πλευρές του πολωνικού ζητήματος. Επιβεβαιώσαμε ξανά την κοινή μας θέληση να δούμε αποκαταστημένη μια ισχυρή, ελεύθερη, ανεξάρτητη και δημοκρατική Πολωνία και έπειτα από τις διαπραγματεύσεις μας συμφωνήσαμε στους όρους, σύμφωνα με τους οποίους θα πρέπει να σχηματιστεί η νέα Προσωρινή Πολωνική Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας...»3.
Επίσης, σχετικά με τη Γιουγκοσλαβία αναφέρεται: «Θεωρήσαμε απαραίτητο να συστήσουμε στον στρατάρχη Τίτο και στον δόκτορα Σούμπασιτς να θέσουν αμέσως σε ισχύ τη συμφωνία που έκλεισαν μεταξύ τους και να σχηματίσουν Προσωρινή Κυβέρνηση Ενότητας με βάση τη συμφωνία αυτή»4.
Τέλος, η Διάσκεψη έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία ενός νέου οργανισμού, ο οποίος και θα αντικαθιστούσε τη διαλυμένη από τον πόλεμο Κοινωνία των Εθνών. Οι συζητήσεις για τη συγκεκριμένη δομή του νέου οργανισμού (παρά τις όποιες συζητήσεις και επιμέρους συμφωνίες που έγιναν) ανατέθηκαν στη συνάντηση των Ενωμένων Εθνών που ορίστηκε για τον Απρίλη του 1945 και στην οποία θα είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλα τα κράτη που τάχθηκαν στην πράξη εναντίον του φασισμού ή που θα κήρυτταν τον πόλεμο στη φασιστική Γερμανία μέχρι την 1η του Μάρτη 19455. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στο ανακοινωθέν:
«Αποφασίσαμε στο πιο κοντινό μέλλον να ιδρύσουμε μαζί με τους συμμάχους μας μια παγκόσμια οργάνωση για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της ασφάλειας (...) Η σύσκεψή μας στην Κριμαία επιβεβαίωσε ξανά την κοινή μας απόφαση να διαφυλάξουμε και να δυναμώσουμε, στην προσεχή ειρηνική περίοδο, την ενότητα των σκοπών και δράσης, που έκανε δυνατή και αδιαμφισβήτητη για τα Ενωμένα Εθνη τη νίκη στο σημερινό πόλεμο. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι ιερή υποχρέωση των κυβερνήσεών μας απέναντι στους λαούς τους και απέναντι στους λαούς όλου του κόσμου»6.
Το σύνολο σχεδόν των κυρίαρχων αστικών και κυρίως οπορτουνιστικών ιστοριογραφικών προσεγγίσεων αρέσκονται να αναφέρουν ότι στη Διάσκεψη της Γιάλτας «μοιράστηκε ο κόσμος». Η προσέγγιση αυτή αποτελούσε και αποτελεί τμήμα της ιδεολογικής επίθεσης που εξαπέλυσαν οι ιμπεριαλιστές στα πλαίσια της διαμάχης με το σοσιαλισμό, ενάντια στην ΕΣΣΔ και τους κομμουνιστές. Εξισώνοντας τη Σοβιετική Ενωση με τα ιμπεριαλιστικά κράτη, προσπαθούσαν να πλήξουν το αυξημένο κύρος που κέρδισαν η ίδια και τα Κομμουνιστικά Κόμματα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, να δικαιολογήσουν το δόγμα του «Ψυχρού Πολέμου» και τις μεταπολεμικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο σοσιαλιστικό σύστημα.
Γι' αυτό συνήθως το επιχείρημά τους για το μοίρασμα του κόσμου αφορά στις χώρες που συναποτέλεσαν στη συνέχεια το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, τις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Σ' αυτές τις χώρες οξύνθηκε η διαπάλη για το ζήτημα της εξουσίας με το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Είναι αλήθεια ότι η παρουσία του Κόκκινου Στρατού έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Ετσι, μέσα από μια ολιγόχρονη πορεία διαπάλης, τα ένοπλα λαϊκά κινήματα με επικεφαλής τους κομμουνιστές προχώρησαν, πέρα από την απελευθέρωση, και στην ανατροπή της αστικής εξουσίας. Με την αποφασιστική στήριξη της Σοβιετικής Ενωσης συντρίφτηκαν οι αντεπαναστατικές ενέργειες των εγχώριων αστικών δυνάμεων που στηρίχτηκαν από το διεθνή ιμπεριαλισμό.
Παρά τα φημολογούμενα για τις περιοχές που ήδη είχαν απελευθερωθεί από την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, οι συζητήσεις που έγιναν στα πλαίσια της Διάσκεψης της Γιάλτας δεν πήγαιναν πιο μακριά από την αναγνώριση προσωρινών κυβερνήσεων ή την ανάγκη διεξαγωγής εκλογών7. Μάλιστα, οι αποφάσεις για τις απελευθερωμένες χώρες αφορούσαν μονάχα στην Πολωνία και στη Γιουγκοσλαβία (όπως ήδη είδαμε) και όχι στις άλλες χώρες που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός (Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία ή την Αυστρία).
Αργότερα, στη Διάσκεψη στο Πότσνταμ (17 Ιούλη - 2 Αυγούστου 1945), έγινε όντως συζήτηση για τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Φινλανδία, την Αυστρία, τη Βουλγαρία, αλλά και την Ιταλία, στην οποία δεν μπήκε ο Κόκκινος Στρατός. Οι διαπραγματεύσεις αυτές εστιάζονταν στην αναγνώριση από τις αντιφασιστικές κυβερνήσεις του δικαιώματος εισόδου των κρατών αυτών στον ΟΗΕ και πολεμικών αποζημιώσεων, με δεδομένο το γεγονός ότι επρόκειτο για χώρες που οι κυβερνήσεις τους είχαν συμπαραταχθεί με τη ναζιστική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου8.
Ειδική αναφορά γίνεται στα πλαίσια της «θεωρίας του μοιράσματος του κόσμου» στο χωρισμό της Γερμανίας. Βέβαια και πάλι κατηγορείται η Σοβιετική Ενωση μονομερώς και όχι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ακόμα και σήμερα στους γιορτασμούς για την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και τη νίκη της αντεπανάστασης στην Ευρώπη, οι απολογητές του ιμπεριαλισμού εντόπισαν το πρόβλημα στη Σοβιετική Ενωση που στεκόταν εμπόδιο στην ένωση της Γερμανίας9. Δυστυχώς γι' αυτούς, η ιστορική πραγματικότητα τους διαψεύδει.
Το ζήτημα του διαμελισμού της Γερμανίας είχε τεθεί νωρίτερα, στη Διάσκεψη της Τεχεράνης, όπου την 1η του Δεκέμβρη 1943 ο Ρούζβελτ παρουσίασε σχέδιο διαμελισμού της Γερμανίας σε 5 κράτη, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι είχε ετοιμαστεί 2 μήνες νωρίτερα. Ο Τσόρτσιλ υποστήριξε ανάλογη πρόταση. Μάλιστα, ένα χρόνο αργότερα (Οκτώβρης του 1944), στη διάρκεια συνομιλιών που είχε μαζί με τον Ιντεν με τη σοβιετική κυβέρνηση στη Μόσχα, παρουσίασε δικό του σχέδιο διαμελισμού, που προέβλεπε το χωρισμό της Γερμανίας σε 3 μέρη.
Μ. Βρετανία και ΗΠΑ επανήλθαν στη Διάσκεψη του Πότσνταμ, προτείνοντας σχέδιο διαμελισμού της Γερμανίας σε τρία κράτη και πιο συγκεκριμένα σε Βορειογερμανικό, Νοτιογερμανικό και Δυτικογερμανικό. Η Σοβιετική Ενωση διά στόματος Στάλιν απέρριψε την πρόταση ως αφύσικη και υποστήριξε ότι το ζητούμενο δεν ήταν ο διαμελισμός της Γερμανίας, αλλά η μετατροπή της σε ένα φιλειρηνικό και δημοκρατικό κράτος10. Ανάλογη μαρτυρία υπάρχει και από τον Αμερικανό Χάρι Χόπκινς, ο οποίος κάθε άλλο παρά φιλοσοβιετικός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ο Χόπκινς αναφέρει ότι ο Στάλιν αντιμετώπισε «χωρίς ενθουσιασμό» τις προτάσεις της Αγγλίας και των ΗΠΑ για το διαμελισμό της Γερμανίας11.
Αλλά και η μετέπειτα στάση της Σοβιετικής Ενωσης μέχρι την ανακήρυξη της Δυτικής Γερμανίας ως ξεχωριστού κράτους και την ένταξή της στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς (ένταξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ το 1955) αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους. Μέχρι και το 1952 ο στόχος της επανένωσης των δύο Γερμανιών παρέμεινε στο διπλωματικό προσκήνιο, κυρίως με πρωτοβουλία της Σοβιετικής Ενωσης, ανεξαρτήτως της ρεαλιστικότητάς του. Πιο συγκεκριμένα, στις 10 του Μάρτη 1952, η Σοβιετική Ενωση παρέδωσε στις άλλες τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Μ. Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ) πρόταση που έμεινε γνωστή ως «μνημόνιο Στάλιν». Σε αυτό το μνημόνιο η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε αναλυτικά τη διαμόρφωση βάσεων ειρήνης. Η πρόταση επανήλθε και στις 9 του Απρίλη 195212 και ανάλογες πρωτοβουλίες συνεχίστηκαν έως και το 1955.
Είναι χαρακτηριστική η εξής παρατήρηση ενός αστού ιστορικού, του Αμερικανού Arthur M. Schlesinger, ο οποίος σημειώνει: «Η διακήρυξη (σ.σ.: αναφέρεται στη διακήρυξη για την Απελευθερωμένη Ευρώπη) διαψεύδει και το μύθο που, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, αποτελεί πεποίθηση στη Γαλλία, ότι η Γιάλτα προκάλεσε ή επικύρωσε τη διαίρεση της Ευρώπης. Αυτό που προκάλεσε τη διαίρεση της Ευρώπης δεν ήταν κάποιες λέξεις πάνω στο χαρτί αλλά η ανάπτυξη των στρατευμάτων»13.
Μόλις ένα μήνα μετά τη Διάσκεψη της Γιάλτας, οι «σύμμαχοι» της Σοβιετικής Ενωσης ήρθαν σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μεταφέρουν το κύριο κομμάτι της δύναμης πυρός τους από το Δυτικό στο Ανατολικό Μέτωπο. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται ακόμα και από αστούς ιστορικούς, στα τέλη του Μάρτη του 1945 στο Ανατολικό Μέτωπο οι Σοβιετικοί ήταν αντιμέτωποι με περίπου 150 γερμανικές μεραρχίες, τη στιγμή που στο Δυτικό Μέτωπο οι Αγγλοαμερικανοί ήρθαν σε σύγκρουση με λιγότερες από τριάντα14.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αλληλογραφία Στάλιν - Ρούζβελτ εκείνη την περίοδο κυριαρχούσε ως πρόβλημα το ζήτημα των διαπραγματεύσεων στη Βέρνη της Ελβετίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία από τη μια πλευρά και τους διοικητές των ναζιστικών στρατευμάτων που έδρευαν στην Ιταλία από την άλλη. Η σοβιετική πλευρά έθεσε ζήτημα συμμετοχής και Σοβιετικών αντιπροσώπων στις διαπραγματεύσεις, κάτι όμως που δεν έγινε δεκτό από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία15.
Ο Στάλιν σημείωνε σε επιστολή του προς τον Ρούζβελτ στις 7 του Απρίλη 1945 (1 μήνα πριν από την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο):
«Μου είναι δύσκολο να δεχθώ ότι η έλλειψη αντίστασης εκ μέρους των Γερμανών στο Δυτικό Μέτωπο μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το γεγονός ότι ηττώνται. Οι Γερμανοί διαθέτουν στο Ανατολικό Μέτωπο 147 μεραρχίες. Θα μπορούσαν, χωρίς να προκαλέσουν ζημιά στον αγώνα τους, να αποσύρουν 15-20 μεραρχίες από το Ανατολικό Μέτωπο και να τις στείλουν προς ενίσχυση των στρατευμάτων τους στο Δυτικό Μέτωπο. Εντούτοις, οι Γερμανοί δεν το έκαναν και δεν το κάνουν αυτό. Συνεχίζουν να πολεμούν λυσσαλέα εναντίον των Ρώσων για τον άγνωστο κόμβο της Zemlianitsa στην Τσεχοσλοβακία, τον οποίο χρειάζονται τόσο όσο και ένας νεκρός το κατάπλασμα. Παραδίδουν, όμως, χωρίς αντίσταση σημαντικές πόλεις της Κεντρικής Γερμανίας, όπως το Osnabruk, το Manheim και το Kassel. Δεν δέχεστε ότι η συμπεριφορά αυτή των Γερμανών είναι τουλάχιστον παράξενη και ανεξήγητη;»16.
Λίγους μήνες αργότερα οι ΗΠΑ έριξαν τις δύο ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι 6, 9 του Αυγούστου 1945), με σαφή σκοπό να τρομοκρατήσουν τόσο τη Σοβιετική Ενωση.
Τα σχέδια για το βομβαρδισμό δεν αναφέρθηκαν στη Διάσκεψη του Πότσνταμ που τελείωσε 4 μόλις μέρες πριν (2 του Αυγούστου 1945). Ποιος ο λόγος να προχωρήσουν οι ΗΠΑ σε μια τέτοια ενέργεια, τη στιγμή που ο κόσμος είχε μοιραστεί μόλις πριν από κάποιους μήνες στη Γιάλτα;
Η συμφιλίωση ανάμεσα στους νικητές ιμπεριαλιστές και στους ναζί διαφάνηκε ακόμα και μετά από τον πόλεμο, όταν οι πρώτοι στρατολογούσαν τους δεύτερους μπροστά στον κίνδυνο του κομμουνισμού17.
Οι παραπάνω ιστορικές αλήθειες αποτελούν χαρακτηριστικά γεγονότα που απορρίπτουν τα προπαγανδιστικά επιχειρήματα ότι ο κόσμος είχε μοιραστεί ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Η σύγκρουση μεταξύ τους υπήρχε και διεξαγόταν, όντας ταυτόχρονα στην ίδια συμμαχία. Χαρακτηριστικά είναι εξάλλου τα αποσπάσματα από τα γραφτά του δηλωμένου αντικομμουνιστή Τσόρτσιλ που θα «μοίραζε τον κόσμο» με τον Στάλιν: «Ο κομμουνισμός σήκωσε κεφάλι χάρη στο νικηφόρο ρωσικό μέτωπο. Η Ρωσία υπήρξε ο σωτήρας και ο κομμουνισμός το ευαγγέλιο που έφερνε μαζί της»18.
Ο μύθος που αναφέρεται στην καθοριστική επίδραση της Γιάλτας στην εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Ελλάδα παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Στόχος είναι να αποδοθεί στη στάση της Σοβιετικής Ενωσης και στη δήθεν προδοσία της απέναντι στους Ελληνες κομμουνιστές η ήττα του λαϊκού κινήματος στον εμφύλιο πόλεμο.
Η Γιάλτα αναγνώρισε το συσχετισμό δύναμης που είχε διαμορφωθεί σε κάθε χώρα μέχρι το Φλεβάρη του 1945. Ετσι, σχετικά με την Ελλάδα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είχε προηγηθεί το Δεκέμβρη του 1944 η «μάχη της Αθήνας», η ένοπλη δηλαδή σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, από τη μια πλευρά, και της αστικής τάξης σε συνεργασία με το βρετανικό ιμπεριαλισμό, από την άλλη.
Οπως έχει εκτιμήσει και το ΚΚΕ, η ήττα του Δεκέμβρη ήρθε ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι, ενώ τον Οκτώβρη του 1944 είχαν διαμορφωθεί συνθήκες επαναστατικής κατάστασης στην Ελλάδα, το ΚΚΕ δεν είχε την αντίστοιχη ετοιμότητα για να οδηγήσει την ταξική πάλη προς την επαναστατική λύση του προβλήματος της εξουσίας.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί: Υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο αγγλικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (Ιούλης του 1943), συμφωνία του Λιβάνου (Μάης του 1944) και της Καζέρτας (Σεπτέμβρης του 1944), συμμετοχή στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας (Σεπτέμβρης του 1944), η απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας (Φλεβάρης του 1945)19.
Η κυρίαρχη αστική ιδεολογία, βέβαια, επιτίθεται με ιδιαίτερη σκληρότητα σε όσους κρίνουν τη συμφωνία της Γιάλτας, ως αποτέλεσμα του συσχετισμού δύναμης μεταξύ σοσιαλισμού και ιμπεριαλισμού που διαμόρφωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εξυπακούεται ότι η επίθεση είναι το ίδιο σκληρή, ακόμα και όταν το ζήτημα τίθεται από μελετητές που δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κομμουνιστές.
Η αστική τάξη, που δεν έχει κανένα πρόβλημα να στηρίζει το ξαναγράψιμο της Ιστορίας σε κάποιες υποθέσεις ή σε ορισμένους «λογικούς» συνειρμούς, αποκρύπτει ή διαστρέφει τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Κανείς, λοιπόν, από αυτούς που νοιάζονται για τις διπλωματικές συμβάσεις που έκριναν το ζήτημα της Ελλάδας δεν αναφέρεται στη συνάντηση Τσόρτσιλ και Ρούζβελτ (που ήδη προαναφέραμε) το καλοκαίρι του 1943 στο Κεμπέκ του Καναδά, όπου και αποφασίστηκε να εισβάλουν στην Ελλάδα αγγλικά στρατεύματα αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών: «Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ, η ιδέα της αγγλικής επέμβασης στην Ελλάδα γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1943, στη διάρκεια της Συνάντησης στο Κεμπέκ του Καναδά του Βρετανού πρωθυπουργού και του Αμερικάνου Προέδρου Ρούζβελτ, οι οποίοι είχαν διαπιστώσει πως η θέση του ΕΑΜ για φιλολαϊκές και σύμφωνα με τη θέληση του ελληνικού λαού μεταπελευθερωτικές εξελίξεις είχαν κερδίσει σημαντικές θέσεις και ο αστικός πολιτικός κόσμος αδυνατούσε να χειραγωγήσει τις εξελίξεις. Οπως έγραφε σχετικά ο ίδιος ο Τσόρτσιλ "σκέφτηκαν στην αρχή ότι ήταν υποχρεωμένοι να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας τη στιγμή της απελευθέρωσης". Και όπως σημείωνε στις 29 Σεπτέμβρη του 1943, είχε θεωρηθεί απαραίτητη η αποστολή στην Ελλάδα 5.000 Βρετανών στρατιωτών, "εάν οι Γερμανοί την εγκαταλείψουν με θωρακισμένα αυτοκίνητα και πυροβόλα". Σε σχετικό εξάλλου τηλεγράφημα προς τον υπουργό των Εξωτερικών Αντονι Iντεν, το Νοέμβρη του 1943, τόνιζε ότι "θα έπρεπε το χτύπημα, για να είναι αποφασιστικό, να καταφερθεί κατά του ΕΛΑΣ την κατάλληλη στιγμή"».20
Σχέδια, λοιπόν, για την τύχη της Ελλάδας υπήρξαν πραγματικά και πριν από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά αυτά τα σχέδια ήταν του εγγλέζικου και αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και γι' αυτό δεν τυγχάνουν της προσοχής των αστών ιστορικών και αρθρογράφων. Την περίοδο που η ΕΑΜική αντίσταση έδινε μάχη για την απομάκρυνση των Γερμανών από την Ελλάδα, οι ιμπεριαλιστές «σύμμαχοι» προετοίμαζαν την αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης, μιας και ο γερμανικός ιμπεριαλισμός βάδιζε προς την ήττα.
Ωστόσο, προτιμούν να αποκρύπτουν τα ιστορικά γεγονότα και να προσηλώνονται στο περίφημο χαρτάκι που αντάλλαξαν Τσόρτσιλ και Στάλιν στη συνάντηση της Μόσχας (9 - 14 Οκτώβρη 1944). Η αξιοπιστία του Τσόρτσιλ, ειδικότερα απέναντι στη Σοβιετική Ενωση και το ΚΚΕ, διαφάνηκε τόσο από τα αποσπάσματα των απομνημονευμάτων του, όσο και από την εκπόνηση του «σχεδίου Μάνα». Ας δούμε όμως τι θυμάται σε σχέση με την περίφημη «μυστική μοιρασιά των Βαλκανίων»:
«Εγραψα σε μισή κόλα χαρτί Ρουμανία: Ρωσία 90% άλλοι 10%, Ελλάδα: Μεγάλη Βρετανία 90% (σε συμφωνία με τις ΗΠΑ) άλλοι 10%, Γιουγκοσλαβία 50%-50%, Ουγγαρία: 50%-50%, Βουλγαρία: Ρωσία 75% οι άλλοι 25%. Το έδωσα στον Στάλιν... Εγινε μια μικρή παύση. Υστερα πήρε το μπλε μολύβι του, έβαλε ένα μεγάλο σημάδι πάνω και το ξανάδωσε. Κανονίστηκαν όλα σε όσο χρόνο χρειάστηκαν για να γραφτούν»21.
Πέρα από το μεγάλο ερωτηματικό που προκύπτει γιατί στο «συγκεκριμένο χαρτί» δεν μπήκαν και άλλες χώρες, αξίζει να σημειωθεί ότι το «χαρτάκι» αυτό εξαφανίστηκε και δεν παρουσιάστηκε ποτέ, ούτε γίνεται αναφορά του στα δημοσιοποιημένα αρχεία της Αγγλίας ή της Σοβιετικής Ενωσης. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η συνάντηση της Μόσχας, στην οποία παραβρέθηκαν οι Στάλιν, Μολότοφ, Τσόρτσιλ, Ιντεν και ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα Χάριμαν (μιας και ο Ρούζβελτ δεν μπορούσε να παραβρεθεί), έγινε για να εξεταστούν και να αναπτυχθούν τα στρατιωτικά σχέδια που είχαν συμφωνηθεί στην Τεχεράνη. Τα σχέδια αυτά αφορούσαν το άνοιγμα των καινούριων μετώπων σε Δυτική Ευρώπη και Απω Ανατολή. Συζητήθηκαν επίσης τα ζητήματα της αναγνώρισης των κυβερνήσεων της Πολωνίας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, οι οποίες είχαν ήδη σχεδόν απελευθερωθεί. Ομως, σε σχέση με την Ελλάδα, πρέπει να σημειώσουμε ότι βασικές συμφωνίες που ενέτασσαν την Ελλάδα στον άξονα δράσης των βρετανικών δυνάμεων, όπως αναφέραμε και παραπάνω, είχαν προηγηθεί από το 1943 (ένταξη του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο της Μ. Ανατολής) και είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το Σεπτέμβρη του 1944 (Καζέρτα).
Αλλοι πάλι θέτουν το «ερώτημα» γιατί ο Κόκκινος Στρατός δεν κατέβηκε και στην Ελλάδα, τη στιγμή που είχε φτάσει μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ωστόσο, στην πλειοψηφία των ιστορικών προσεγγίσεων η άποψη αυτή διατυπώνεται από όσους ταυτόχρονα υποστηρίζουν ότι κακώς η Σοβιετική Ενωση και ο Κόκκινος Στρατός αναμείχθηκε στα εσωτερικά άλλων χωρών.
Ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε λόγο να περάσει τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και να εισχωρήσει στην Ελλάδα, πρώτα απ' όλα γιατί η Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στην ευθύνη του εγγλέζικου στρατηγείου, αναφορικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών. Επομένως, για τον Κόκκινο Στρατό που καταδίωκε τους Γερμανούς στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Πολωνία και αλλού δεν υπαγόρευε καμιά πολεμική ανάγκη την εισχώρηση στην Ελλάδα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των ιστορικά αβάσιμων προσεγγίσεων των αστών αρθρογράφων για τη Γιάλτα είναι και το παρακάτω απόσπασμα:
«Ο Στάλιν σε όλη τη διάρκεια της Γιάλτας και μετά από αυτήν κατάφερνε να φαίνεται συνεργάσιμος ακόμη και όταν διαφωνούσε. Ετσι, ενώ είχε υποσχεθεί να μην αναμειχθεί στα ελληνικά πράγματα, κι αυτό έκανε αφήνοντας το KKE στο έλεος των αντιπάλων του, προωθούσε ύπουλα την ιδέα της "Βαλκανικής Ομοσπονδίας" που αποσκοπούσε στην ένωση των Σλάβων, τη χειρότερη ίσως απειλή τότε για την Ελλάδα, γνωστού όντως του προαιώνιου πόθου των Βουλγάρων για έξοδό τους στο Αιγαίο»22.
Από το παραπάνω απόσπασμα, όπως και από άλλα παρόμοια, είναι πραγματικά δύσκολο κανείς να καταλάβει αν η Σοβιετική Ενωση ήθελε ή όχι να αναμειχθεί στα εσωτερικά της χώρας. Ο κεντρικός πυρήνας αυτών των θέσεων δεν είναι άλλος από την αξίωση να κριθεί ηθικά ένοχη η Σοβιετική Ενωση, με το σκεπτικό ότι άφησε αβοήθητο το ΚΚΕ και παράλληλα επιδίωξε να πλήξει την Ελλάδα!
Στη Διάσκεψη της Γιάλτας, στα ανακοινωθέντα της οποίας - όπως ήδη αναφέραμε - υπάρχει μια πληθώρα ζητημάτων, δεν αναλύεται διεξοδικά το ζήτημα της Ελλάδας. Η αγγλική αντιπροσωπεία έθεσε στη συζήτηση απλά το ζήτημα της ανάγκης της παρουσίας παρατηρητών για εκλογές σε Ελλάδα και Ιταλία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της σοβιετικής πλευράς, ενώ απουσιάζει κάθε αναφορά στα επίσημα ανακοινωθέντα23. Είναι λοιπόν καθαρό ότι η Διάσκεψη της Γιάλτας δεν καθόρισε το αν η ελληνική εργατική τάξη θα έπρεπε να επιλέξει το δρόμο της ένοπλης σύγκρουσης για την επαναστατική επίλυση του ζητήματος της εξουσίας.
Το ΠΑΣΟΚ και άλλες αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις έχουν ισχυριστεί εδώ και πολλά χρόνια ότι το ΚΚΕ κακώς ηγήθηκε των ένοπλων αγώνων το Δεκέμβρη του 1944 και του ΔΣΕ την περίοδο 1946-1949, αφού γνώριζε ότι ο κόσμος είχε μοιραστεί και άρα ότι αυτοί οι αγώνες ήταν εκ προοιμίου χαμένοι.
Σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, ο ηρωικός αγώνας του Δεκέμβρη του 1944 και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας εξακολουθεί να είναι καρφί στο μάτι των σύγχρονων απολογητών του ιμπεριαλισμού. Γιατί, μέσα από τον ηρωικό αγώνα του ελληνικού λαού με μπροστάρη το ΚΚΕ ενάντια στην ελληνική αστική τάξη και τον αμερικάνικο και τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό, καταρρέουν τα μυθεύματά τους. Δεν μπορούν να απαντήσουν γιατί το ΚΚΕ, που ακολουθούσε τυφλά το ΚΚΣΕ και κατά την ίδια λογική το μοίρασμα του κόσμου στη συμφωνία της Γιάλτας, επέλεξε την ένοπλη σύγκρουση και δε συμβιβάστηκε με τον ιμπεριαλισμό.
Η πάλη του ΔΣΕ αποδεικνύει, για άλλη μια φορά, ότι η πάλη που δέσποζε στη μεταπολεμική Ευρώπη ήταν ταξική. Η σύγκρουση του σοσιαλισμού με τον ιμπεριαλισμό σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν αναγκαστική και δε θα μπορούσε να ρυθμιστεί μέσα από τη Διάσκεψη της Γιάλτας.
Η πάλη του ΔΣΕ, παρά την ήττα, ήταν αυτή που κλόνισε συθέμελα το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα.
Παραπομπές:
1. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987.
2. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», «Ανακοινωθέν της Διάσκεψης των ηγετών των τριών Σύμμαχων Δυνάμεων - της Σοβιετικής Ενωσης, των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας στην Κριμαία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987 σελ. 208 - 209.
3. Ο.π., σελ. 210.
4. Ο.π., σελ. 211.
5. Ο.π., «Πρωτόκολλο των εργασιών της Διάσκεψης της Κριμαίας», σελ. 214.
6. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», «Πρωτόκολλο των εργασιών της Διάσκεψης της Κριμαίας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 212.
7. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 210 - 212.
8. Ο.π., σελ. 210 - 212.
9. Αγκελα Μέρκελ: «Η 9η Νοεμβρίου είναι η πιο ευτυχισμένη ημέρα της σύγχρονης γερμανικής ιστορίας», Deutsche Welle, στοhttp://www.dw-world.de/dw/article/0, 4870096,00.html.
10. Γκ. Ζούκοφ: «Απομνημονεύματα και στοχασμοί», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 711.
11. Documents, The White House Papers of Harry Hopkins (p.789), n.e., 1949.
12. Τα στοιχεία προέρχονται από τα αρχεία του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου. Βλ. ενδεικτικά Europa- Archiv 7 (pp.4832-3) στο www.dhm.de/bemo/hem/ddsumeffe.
13. Ι. Β. Στάλιν - Φ. Ντ. Ρούζβελτ: «Αγαπητέ κύριε Στάλιν, Αλληλογραφία 1941-1945», Πρόλογος, σελ. 17.
14. Carolyn Eisenberg: «Drawing the line: The American Decision to Divide Germany 1944-1949», Cambridge University Press, Cambridge, 1996, σελ. 72.
15. Ι. Β. Στάλιν - Φ. Ντ. Ρούζβελτ: «Αγαπητέ κύριε Στάλιν, Αλληλογραφία 1941 - 1945», σελ. 410 - 426.
16. Ο.π., σελ. 423 - 424.
17. Kevin Ruffner: «Forging an Intelligence Partnership: CIA and the origin of BND, 1945-49», στο www2.gwu.edu/~nsarchiv/NSAEBB/NSAEBB146/index.htm.
18. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», 1954, τ. 6, σελ. 181.
19. «60 χρόνια από τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών»: «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2005, σελ. 38.
20. «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» - «Ριζοσπάστης», Αθήνα, 1998, σελ 42-43.
21. David Downing: «Ηγέτες - Ιωσήφ Στάλιν», εκδ. «Σαββάλας», Αθήνα, 2003, σελ. 46.
22. Φωτεινής Τομαή (προϊσταμένης της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου στο ΥΠΕΞ): «Πώς μοίρασαν τον κόσμο στη Διάσκεψη της Γιάλτας», εφημερίδα «Το Βήμα», 5 Φλεβάρη 2006.
23. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 191.