"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Σαν σήμερα διαλύεται από το ΔΣΕ η συμμορία Μπαντουβά


Σαν σήμερα,  στις 30/6/1947, μετά από σκληρές τριήμερες μάχες ο ΔΣΕ Κρήτης χτυπά και διαλύει δυνάμεις της χωροφυλακής και των συμμοριών των Μπαντουβά και Κατσιά που δρούσαν στην επαρχία Αμαρίας (Ψηλορείτης). Ο ΔΣΕ βρισκόμενος στην περιοχή της Αγίας Φωτεινής - Μερώνα και Μοναστηρακίου βρέθηκε στις 27/6/47 αντιμέτωπος με ισχυρές δυνάμεις χωροφυλακής και παρακρατικών βενιζελικών συμμοριών του Μπαντουβά και Κατσιά. Η ομάδα του ΔΣΕ στην περιοχή αριθμούσε περίπου 120 -140 αντάρτες και είχε επικεφαλής της τον καπετάν Ποδιά (Γιάννης Ποδιάς), εμπειροπόλεμο και ιδεολογικά εξοπλισμένο στέλεχος του ΔΣΕ. Η ομάδα Ποδιά είχε συμπληρωθεί από τον Θεόφιλο Τρουλλινό, ως ομαδάρχη, τον δικηγόρο Γεώργιο Σμπώκο και τον γιατρό Μιχάλη Χριστοφοράκη. Η ομάδα ποδιά ενήργησε με κίνηση "τανάλια" και συνέτριψε τις αντίπαλες δυνάμεις προκαλώντας τους 28 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Η σύγκρουση κράτησε πρακτικά τρεις ημέρες κατά τη διάρκεια των οποίων ο ΔΣΕ Κρήτης ανέτρεψε από τις θέσεις τους τους παρακρατικούς και τους χωροφύλακες και τους κυνήγησε στις πεδινές περιοχές του νησιού.


Από τη στιγμή εκείνη η συμμορίες Μπαντουβά και Κατσιά περιόρισαν τη δράση τους στις πόλεις και τα χωριά, στρεφόμενοι ενάντια στον ντόπιο άμαχο πληθυσμό, τον κρητικό λαό και ευρύτερα το κρητικό λαϊκό κίνημα. 


Οι βενιζελικοί οπλαρχηγοί και ο Εμφύλιος στην Κρήτη



Στις 11 του Μάη ο Μπαντουβάς και οι υπόλοιποι βενιζελικοί οπλαρχηγοί κυκλοφόρησαν «προκήρυξιν προς τον κρητικόν λαόν», με την οποία τον πληροφορούσαν ότι «εις την καταβαλλομένην προσπάθειαν του έθνους ήρχοντο συνεπίκουροι και βοηθοί των νομίμων αρχών του κράτους, τασσόμενοι υπό τας διαταγάς και παρά το πλευρόν των διά την πάταξιν της ανταρσίας». Ο νομάρχης προσπάθησε να αντιδράσει στην πρωτοφανή αυτή ενέργεια των οπλαρχηγών και δήλωσε ότι «θα πατάξη κάθε ένα, που θα οπλισθή με το πρόσχημα ότι θα κτυπήση την ανταρσίαν» - πολύ γρήγορα, όμως, αντελήφθη την κατάσταση και δεν προχώρησε σε καμιά ενέργεια κατά των βενιζελικών «καπεταναίων», όταν αυτοί επικήρυξαν ως ληστές με δέκα εκατομμύρια δραχμές τον καθένα, τον Ποδιά και μαζί του δυο άλλα δυναμικά στελέχη των ανταρτών - τον Παπά και τον Ρουκουνάκη.

Η ομάδα του Ποδιά, ωστόσο, συνέχισε τη δράση της στην Ανατολική Κρήτη και είχε ορισμένες επιτυχίες. Ετσι, στις 14 και στις 15 του Μάη, χτύπησε παρακρατικούς του Μπαντουβά και στρατιώτες στη θέση του «Ξινογιώργη η Κορφή», στις 23 του ίδιου μήνα κέρδισε μικρή μάχη με χωροφύλακες στο χωριό Κασάνοι του Ηρακλείου και στις 18 του Ιούνη αναμετρήθηκε με τον εχθρό και του προκάλεσε φθορές στη θέση Μαύρος Κόλυμπος του Λαρανίου, χωριού του Ποδιά. Στις 27 του ίδιου μήνα, όμως, ομάδα δέκα ανταρτών της περιοχής υπό τον Βασίλη Πλαγιωτάκη καταστράφηκε από μονάδα του Μπαντουβά στο βουνό της Σμπάρου, όπου είχε σταλεί, για να δημιουργήσει μικρό αντάρτικο συγκρότημα.

Την ίδια εποχή στο δυτικό τμήμα του νησιού είχαν ήδη αναπτυχθεί τρία ισχυρά αντάρτικα συγκροτήματα. Το πρώτο από τα συγκροτήματα αυτά δρούσε στην περιοχή Κισσάμου και Σελίνου, με αρχηγό τον Γ. Κοδέλα, το δεύτερο στην Κυδωνία, με επικεφαλής τον Γιάννη Μπαντουρογιάννη και τον Πίσσα, και το τρίτο στον Αποκόρωνα, με ηγέτη τον Γ. Σπανουδάκη ή Χειμώνα.

Παράλληλα, δρούσαν στις ίδιες περιοχές και μικρές ανεξάρτητες ομάδες, καθώς και ομάδες αυτοάμυνας - ενώ σε ώρα ανάγκης μπορούσαν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού της Δυτικής Κρήτης να ενισχυθούν με τριακόσιους επιπλέον ενόπλους μόνο στον παλαιό Δήμο του Πελεκάνου της επαρχίας του Σελίνου.

Το αντάρτικο στην Κρήτη τον Απρίλη του 1947 είχε ξεφαντώσει. Στον Αποκόρωνα, στην Κυδωνία, στον Κίσσαμο, στο Σέλινο, παντού υπήρχαν αντάρτικες ομάδες και άρχιζαν τη δράση. Στα ορεινά μέρη καταλάβαιναν τους σταθμούς (χωροφυλακής), έκοβαν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες και γενικά (τα μέρη αυτά) ήταν υπό τον έλεγχό τους. Ακουγε ο κόσμος για τη δράση του αντάρτικου στην ηπειρωτική Ελλάδα και έπαιρνε θάρρος. Η κυβέρνηση έκανε επιστράτευση και πολλοί στρατιώτες δεν πήγαιναν στο στρατό, αλλά λιποταχτούσαν. Αλλοι έρχονταν στις αντάρτικες ομάδες και άλλοι γύριζαν στα χωριά τους.

Το Δημοκρατικό Στρατό της Κρήτης αποτελούσαν εμπειροπόλεμα συγκροτήματα σε όλη σχεδόν την έκταση του νησιού. Στο συγκρότημα μάλιστα του Νομού Χανίων ήταν ενσωματωμένη μια ξεχωριστή διμοιρία γυναικών, με επικεφαλής την Γεωργία Σκευάκη, καθώς και μια ομάδα της Δημοκρατικής Νεολαίας, η οποία είχε πάρει μέρος σε όλες τις επικίνδυνες αποστολές και σε όλες τις αποφασιστικές συγκρούσεις, που είχαν κατά καιρούς σημειωθεί στην περιοχή.

Η πιο εντυπωσιακή επιχείρηση του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη ήταν εκείνη στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, όπου υπήρχε λόχος εκατό σμηνιτών. Ισχυρή δύναμη ανταρτών είχε κατέβει στο χωριό Πρασέ με τρία αυτοκίνητα, είχε καταλάβει θέσεις γύρω από το αεροδρόμιο και στη συνέχεια είχε στείλει μια μικρή ομάδα από δέκα άνδρες μέσα σ' αυτό, για να καλέσουν τη φρουρά να προσχωρήσει στις γραμμές τους. Προσχώρησαν με προθυμία 64 σμηνίτες, οι οποίοι, αφού φόρτωσαν στα αυτοκίνητα της αεροπορικής βάσης όλο τον οπλισμό της μονάδας τους - και μεταξύ των άλλων τρία βαριά πολυβόλα και τον ασύρματο - κατευθύνθηκαν μαζί με τους αντάρτες προς την Κακόπετρα, όπου ήταν η έδρα του Δημοκρατικού Στρατού της περιοχής.


Οι στάβλοι του Μπαντουβά


ια την αντιμετώπιση του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη η κυβέρνηση της Αθήνας υποχρεώθηκε, τελικά, να μεταφέρει στη Μεγαλόνησο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον ταξίαρχο Φραγκιαδάκη. Παράλληλα, ενίσχυσε την εθνοφυλακή και τις παρακρατικές συμμορίες, των οποίων η εγκληματική δράση ήταν ήδη πλούσια στο νησί.

Σε κάποια από τις προσωπικές μαρτυρίες αυτές αναφέρεται σχετικά:

«Για να κάμψουν το δημοκρατικό φρόνημα του κρητικού λαού το κράτος και το παρακράτος των Μπαντουβάδων εξαπόλυσαν βάρβαρη και αιματηρή τρομοκρατία. Ομαδικές συλλήψεις, μεσαιωνικοί βασανισμοί, εκτελέσεις και δολοφονίες αγωνιστών απλώθηκαν σε όλους τους νομούς του νησιού.
Οι "στάβλοι του Μπαντουβά" ήταν η Μακρόνησος της Κρήτης. Εκατοντάδες αντιστασιακοί και άλλοι προοδευτικοί άνθρωποι πέρασαν από τους "στάβλους" αυτούς. Εκεί δολοφονήθηκε, όντας αιχμάλωτος, ο Γιάννης Ρουκουνάκης. Εκεί, επίσης, δολοφονήθηκαν η παιδαγωγός και λαογράφος Μαρία Λιουδάκη, η Μαρία Δρανδάκη, ο γεωπόνος Μιχάλης Λαμπράκης (και πολλοί άλλοι αγωνιστές). Στις 12 του Ιούνη 1947, εξάλλου, πέθανε στην Ασφάλεια Ηρακλείου, ύστερα από βασανιστήρια, ο Στρατής Περγαλίδης, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου της πόλης, ενώ σε εκδήλωση διαμαρτυρίας εργατών για τη σύλληψή του δολοφονήθηκαν οι αδελφοί Χρήστος και Κώστας Χατζηγεωργίου»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου